του Ιωάννου Θ. Αμοργίνου
10 Νοεμβρίου 1973 (Καλυμνιακός Παλμός Τεύχος 10)
Συμβαίνει ένα παιδί, που μέχρι πριν λίγες στιγμές έπαιζε αμέριμνο και γεμάτο ζωή, ν” αρωστήσει ξαφνικά χωρίς καμιά φανερή αιτία. Το πιό πρόχειρο συμπέρασμα ήταν πως φταίχτης ήταν η Γυαλλού, η Σαββατογεννημένη γυναίκα με το βάσκανο βλέμα, που φταρμίζει και προξενεί κακό σ” ανθρώπους, ζώα και άψυχα αντικείμενα, μόλις τα αντικρύση με θαυμασμό ή και με φθόνο.
Πρέπει τότε απαραιτήτως να βρεθεί η Γυαλλού και ν” αναγκαστεί να φτύσει το παιδί για να σταματήσει η επίδραση της βασκανίας, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί, άν έφτυνε το παιδί μόλις το είδε, ή αν σάλιωνε το δάχτυλο της και το σφούγγιζε κατόπιν στο φόρεμα του παιδιού. Γιατί και με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποφευχθεί το φτάρνισμα.
Άν όμως δεν είναι δυνατόν να βρεθεί η Γυαλλού ή αν δεν την ξέρουν, τότε για να σταματήσει το κακό καταφεύγουν στη γυναίκα που ξέρει να κάνει το μάτι, την μάντισσα. Αυτή μέσα σ” ένα πιάτο ρίχνει νερό και το σταυρώνει τρείς φορές με τα τρία της δάχτυλα. Ύστερα σταυρώνει και το δοχείο του λαδιού, που ζητά να της φέρουν, και ρίχνει μέσα στο νερό του πιάτου μερικές σταγόνες λάδι σκύβοντας πάνω από το πιάτο και ψιθυρίζοντας ξόρκια χωρίς ν” ακούεται. Παρακολουθεί έπειτα την κίνηση των σταγόνων του λαδιού μέσαστο νερό. Άν οι σταγόνες του λαδιού ενωθούν, τούτο είναι σημάδι πως φταρμός (βασκανία) δεν έγινε, επομένως η αδιαθεσία του παιδιού άλλην αιτία έχει. Άν όμως οι σταγόνες δεν ενωθούν, τούτο είναι σημάδι πως η βασκανία είναι αναμφίβολο γεγογός. Οπότε αναλαμβάνει πλέον η Μάντισσα την λύση.
Όταν δούν εις τον ουρανόν άστρο που τρέχει λέγουν: Σκλάβος ηλευθερώθη και ο Θεός ας τον γλυτώση. Άλλοι πάλιν νομίζουν ότι είναι πειρασμός.
Άν καθίση κανείς ή πλαγιάση πάνω σε τάφον χωρίς να το ξέρει, θα προκαλέσει οπωσδήποτε τις διαμαρτυρίες του πεθαμένου και την παράκλησή του να φύγει απ” εκεί, όπως συνέβει με τον Σακελλάρη τον Ξεπαραλυμένο, εδώ και εβδομήντα χρόνια, όταν αυτός, καθώς ύστερα από το ψάρεμα στο Καστέλλι ξάπλωσε κατακουρασμένος σ” ένα τοίχο για να κοιμηθεί, άκουσε μια φωνή:– Σήκου “πο πάνω μου. Εν ήμου γκ” εγώ άνθρωπος όπως εσύ, παρά ήρτες και επλάγιασες “πο πάνω μου και ηματσέλεψες τα γόνατά μου;
Η γυναίκα όταν είναι μαλαμένη (λερωμένη) δεν πρέπει να πηγαίνει στο πηγάδι για νερό. Αλλοιώς το πηγάδι υπάρχει κίνδυνος να ξεραθεί*.
* Σημ. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει σχετικά: Ενώ οι άνθρωποι αλώνευαν στην Συκάτη, κάποια Μαρία Ψαραϊνα ονόματι, πήγε στο πηγάδι για να πάρει νερό, μα το πηγάδι ξεράθηκεν αμέσως. Έτσι έμεινεν ο κόσμος δίχως νερό και πήγαινε στα Σκάλια για να πάρει νερό. Τρείς μέρες κατόπιν, εκεί που η Ψαραϊνα καθόταν σπίτι της, παρουσιάσθη μπροστά της ένας Αράπης που τα χείλη του άγγιζαν τα γόνατά του, και της λέει: Αν δεν μου φέρεις νερό θα σε σκοτώσω, γιατί τρείς μέρες μ” άφησες διψασμένο. Το πηγάδι ξεράθηκε γιατί πήγε εκεί μαλαμένη. Όταν οι άνθρωποι το έμαθαν, ότι η Ψαραϊνα πήγε στο πηγάδι μαλαμένη, πήραν τον παπά Σωφρόνιο και τον Άη Γιώργη και έκαμαν αγιασμό κι” ύστερα άλλον. Μα το πηγάδι εξακολουθούσε να παραμένει στεγνό. Έκαμαν τότε και τρίτον αγιασμό και ύστερα ο παπά Σωφρόνιος είπε: <<Η να πλέψη ο Άη Γιώργης ή να χαθεί>> Πράγματι έπλεψε ο Άη Γιώργης μέσα στο νερό, Όμως την ίδια στιγμή πέθανε η Ψαραϊνα, που ήταν η αιτία του κακού.