ΞΟΥ ΜΟΥΠΛΙΑ…. ΞΟΥ ΚΟΥΡΟΥΝΕΣ….

ΞΟΥ ΜΟΥΠΛΙΑ…. ΞΟΥ ΚΟΥΡΟΥΝΕΣ….

του Νίκου Παπάζογλου Δικηγόρου

– Ξού μούπλια, ξού κουρούνες… φώναζε και ξαναφώναζε ο Γιώργης ασταμάτητα, κουνώντας τα χέρια του πέρα-δώθε προσπαθώντας να διώξει  απ’ το κεφάλι του τα αόρατα πουλιά, ενώ στα γουρλωμένα του μάτια ζωγραφιζόταν ο απόλυτος τρόμος.

– Ξού μούπλια….ξού κουρούνες…

Μάταια ο Σκεύος και ο Μιχάλης προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν, να τον ησυχάσουν, να τον πείσουν πως τίποτε δεν τον απειλούσε, πως ήταν πια ασφαλής στα χέρια των φίλων του. Εκείνος τίποτα…. Ξού μούπλια…. ξού κουρούνες… Με το ζόρι τον πήραν και κατέβηκαν το βουνό.

Βρισκόμαστε στην Τέλεντο, στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και οι τρεις φίλοι, με αρχηγό το Γιώργη, είχαν πάρει τη μεγάλη απόφαση. Είχαν ακούσει απ’ τους παλιότερους στο μικρό αυτό νησί με τα πολλά ερείπια των αρχαίων, τα κάστρα και τις μεγάλες εκκλησίες, ατέλειωτες ιστορίες για πειρατές και αγαρηνούς, για πλούτη αμύθητα, φλουριά και κωνσταντινάτα, χρυσαφικά και διαμαντικά, καλά κρυμμένα σε τάφους και σπηλιές, που κανένας δεν κατάφερε να βρει. Κι όλοι συμφωνούσαν. Ο πιο μεγάλος θησαυρός απ’ όλους ήταν καλά κρυμμένος στο Δρακόσπηλιο.

Άλλοι έλεγαν πως ήταν θησαυρός των πειρατών που είχαν ληστέψει πλήθος καράβια, πόλεις και χωριά κι ήρθαν κι άραξαν στην Τέλεντο να μοιραστούν τα λάφυρα, αλλά τους έπνιξε ο στόλος του βασιλιά. Μη μπορώντας να ξεφύγουν, έριξαν τα πλούτη τους στη μεγάλη σπηλιά και στάθηκαν να πολεμήσουν. Μα τα βασιλικά φουσάτα ήταν πολλά, δεν έμεινε ούτε ρουθούνι πειρατικό. Όλοι τους σκοτώθηκαν και πετάχτηκαν στη θάλασσα. Πάει, χάθηκε το μυστικό.

Άλλοι πάλι έλεγαν πως οι παπάδες και οι καλόγεροι του νησιού, τρέμοντας τις συχνές επιδρομές των πειρατών, είχαν μαζέψει απ’ όλες τις εκκλησιές του νησιού  όλα τα φλουριά, όλα τα τάματα και όλα τα χρυσά σκεύη, καντήλες, δισκοπότηρα και ό,τι άλλο πολύτιμο και τα πήραν ψηλά στην πλαγιά του Αγίου Κωνσταντίνου να τα προστατέψουν. Αλλά κι εκεί οι αγαρηνοί ανέβηκαν και τους έκλεισαν μέσα στο πρόχειρο τειχί που είχαν κάνει. Δεν τους έμεινε τίποτε άλλο παρά να σταθούν και να πολεμήσουν κι όσοι ζήσουν.

Έστειλαν όμως μερικούς με όλο το θησαυρό που είχαν μαζέψει ν΄ ανέβουν απ’ τη μόνη ελεύθερη πλαγιά του βουνού και να τον κρύψουν στο Δρακόσπηλιο. Να μην τον μαγαρίσουν οι αγαρηνοί.

Δεν έμεινε κανένας τους….Δεν άφησαν τίποτε όρθιο οι άπιστοι. Μόνο ένα κομμάτι απ’ το ιερό της μεγάλης εκκλησίας έμεινε να μαρτυρά πως εδώ ψηλά στην άγρια πλαγιά ήρθαν κάποτε άνθρωποι να μείνουν για να σωθούν….

Όλες οι ιστορίες όμως συμφωνούσαν. Ο θησαυρός ήταν μέσα στο Δρακόσπηλιο. Κι αυτός έχασκε πάνω στο γκρεμό, κοντά στο κεφάλι της μαρμαρωμένης βασιλοπούλας και γελούσε στον ήλιο που κατέβαινε κάθε απόγευμα στο πέλαγο, καμαρώνοντας για τα πλούτη που έκρυβε μέσα του.

Όλοι τον ήξεραν τον Δρακόσπηλιο και πιο καλά απ’ όλους ο Γιώργης, γέννημα-θρέμμα βοσκαρούι, αλλά και όλοι οι Τελεντιανοί. Μόλις όμως άνοιγε κουβέντα γι’ αυτόν, σαν να τους κοβόταν το αίμα και αμέσως άλλαζαν τα λόγια τους. Κανένας δεν έλεγε το γιατί. Μόνο ένας πολύ γέρος, ο          παρβα-Ηλίας ένα βράδυ του ξομολογήθηκε το μυστικό.

-Σε βλέπω, του είπε, πως είσαι θερίο ανήμερο κι όλο ρωτάς και ξαναρωτάς για το Δρακόσπηλιο. Βγάλτον απ’ το μυαλό σου, το καλό που σου θέλω…

-Μα βρε πάρβα, ξέρω καλά τους κατσικόδρομους μπορώ να σκαρφαλώσω και να μπω και στη σπηλιά. Είναι βέβαια πολύ δύσκολα, αλλά μπορώ να τα καταφέρω….

-Ούτε που να το βάλεις στο μυαλό σου. Γιατί τι νομίζεις, μόνο εσύ είσαι το παλληκάρι ?  Ήταν κι άλλοι πολλοί πριν από σένα. Κι άλλοι που τόλμησαν να πάνε στο Δρακόσπηλιο. Αλλά όσοι μπήκαν μέσα, κανένας τους δεν ξαναβγήκε, ούτε ζωντανός, ούτε πεθαμένος…

Με τα τελευταία λόγια, ο παρβα-Ηλίας σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε από τα γέρικα μάτια του.

-Εκεί έχασα το μεγάλο μου αδερφό, τον Μανώλη. Παλληκάρι να δεις, θεριό, αγριοκάτσικο. Κανένας δεν το ξέρει, μόνο εγώ και τώρα κι εσύ. Οι άλλοι μόνο το ψυλλιάζονται. Τάχα πώς γλίστρησε, έπεσε στο γκρεμό και σκοτώθηκε, τον πήρε η θάλασσα. Μα η αλήθεια είναι πως τον έφαγε ο Δρακόσπηλιος.

Σταμάτησε για λίγο ο πάρβα-Ηλίας σαν νάθελε να βάλει σε σειρά τις πικρές του αναμνήσεις και μετά συνέχισε.

-Στον καιρό μας λέγανε, πως ο θησαυρός είναι καλά φυλαγμένος μες στη σπηλιά και πως ένας δράκος, ένας θεόρατος αράπης είναι δίπλα στο άνοιγμα και κρατά ένα πελώριο γιαταγάνι και με το που πατήσει το  κατώφλι άνθρωπος το πόδι του, πέφτει το γιαταγάνι και τον κόβει στα δύο. Γι΄ αυτό και τούδωσαν αυτό το όνομα. Παραμύθια των γερόντων τα’ λεγε ο Μανώλης μου και μια μέρα το πήρε απόφαση να πάει για το θησαυρό. Πήρε κι εμένα μαζί του. Είχαμε μαζί ένα μεγάλο σκοινί να τον δέσω και να τον κρατώ απ΄ όξω και τσουβάλια για το “μάλι”, τον θησαυρό. Με τα χίλια ζόρια φτάσαμε στα χείλη της σπηλιάς, τον έδεσα απ’ τις μασχάλες και μπήκε. Δεν τον ξανάδα. Με το που μπήκε, άκουσα μόνο ένα πνιχτό χτύπο και τίποτε άλλο. Ούτε φωνή ούτε τίποτα. Το σκοινί λάφρυνε στα χέρια μου, το τράβηξα, ήταν στην άκρη ματωμένο. Φώναξα, ξαναφώναξα, απάντηση καμιά. Με πήρε η νύχτα να κάθομαι απ’ όξω απ΄ τη σπηλιά και να κλαίω τον αδικοχαμένο μου αδερφό. Το κουφάρι του, κομμένο στα δυό θάταν, στον πάτο της σπηλιάς μαζί με τα κουφάρια των άλλων πουν κάνανε την ίδια αποκοτιά. Πέταξα μέσα το σκοινί κι έφυγα όσο ακόμα είχε φως. Στους άλλους που με ρωτούσαν για τον Μανώλη έκανα τον ανήξερο. Πως τάχα είχαμε φύγει μαζί, αλλά χωρίσαμε, πως εγώ πήγα στη ράχη για να μαζέψω τα ρίφια κι αυτός πήγε απ΄ την άλλη μεριά κατά τους γκρεμούς. Κι όταν πέρασαν οι μέρες και δεν φάνηκε, είπαμε πως ζαλίστηκε, γλίστρησε κι έπεσε στη θάλασσα. Τώρα την αλήθεια μόνο εσύ την ξέρεις. Γι’ αυτό σου λέω, βγάλτο απ΄ το μυαλό σου. Δεν μπορεί να μπει κανείς στο Δρακόσπηλιο. Όχι άνθρωπος, μόνο πουλί πετάμενο…

Έτσι απόσωσε τη κουβέντα του ο πάρβα-Ηλίας κι ο Γιώργης έμεινε βαθιά συλλογισμένος. Τα όσα άκουσε δεν έφταναν να του διώξουν τη σκέψη απ΄ το μάλι. Ίσα-ίσα τώρα η φλόγα που  είχε μέσα του, θέριεψε πιο πολύ. Για να υπάρχει τέτοιος ακοίμητος φύλακας, πρέπει ο θησαυρός να είναι εκεί και να είναι μεγάλος, αμύθητος, που δεν τον βάζει ο νους του ανθρώπου. Τώρα η εξομολόγηση του πάρβα-Ηλία τον σιγούρεψε ακόμα πιο πολύ. Ο θησαυρός βρισκόταν στη σπηλιά και τον περίμενε, αυτόν, τον Γιώργη, να τον διαγουμήσει. Κι όσο για τον φύλακά του, το είπε ο πάρβας. Μόνο πουλί πετούμενο δεν είπε ? Τί πουλί πετούμενο, τί άνθρωπος κρεμασμένος. Πάντως το κατώφλι δεν θα το  πατούσε και  η σπάθα δε θάπεφτε…

Μόνο που τώρα δεν ήταν του μοναχού ή και των δύο δουλειά, ήθελε τουλάχιστον τρεις, ένας να κατεβεί κρεμασμένος και δύο να κρατούνε.

Κι αμέσως πήγε το μυαλό στους δύο φίλους του, τον Μιχάλη και τον Σκεύο. Μαζί μεγαλωμένοι από παιδιά, έμπιστοι προ πάντων και λεβέντες, παλληκάρια του βουνού και της θάλασσας. Μια και δυο τους το ’σκασε το μυστικό του Δρακόσπηλιου, τους είπε και την ιστορία του πάρβα-Ηλία με τον αδερφό του και τον αράπη του θησαυρού και το σχέδιό του.

Στην αρχή φοβήθηκαν με όσα άκουγαν, είχαν τις αντιρρήσεις τους. Μα στο τέλος τους έπεισε να τον βοηθήσουν. Στο τέλος-τέλος εκείνοι δεν θα κινδύνευαν, μόνο αυτός που θα κρεμιόταν στη σπηλιά από τη ράχη. Και θάπαιρναν και κανονικό μερίδιο, στα τρία.

Πήγαν και ξαναπήγαν πολλές φορές να γνωρίσουν καλά το μέρος. Πλησίασαν όσο μπορούσαν το μεγάλο άνοιγμα, προσπάθησαν να δούν κάτω, αλλά τίποτα. Παρ΄όλο που το μεγάλο άνοιγμα έβλεπε λίγο τον ουρανό  και βοηθούσε λίγο το φως του ήλιου, στο βάθος ήταν πηχτό σκοτάδι. Έπρεπε να περιμένουν να καλοκαιρέψει, νάρθει ο ήλιος προς το μεσημέρι ακόμα πιο ψηλά, να βοηθά, αλλά καλού-κακού ο Γιώργης θάπαιρνε κι ένα δαυλί μαζί του, ένα ξύλο με στουπί στο πετρέλαιο, να φέξει.

Τίποτα δεν έπρεπε να μείνει στην τύχη, όλα μελετημένα. Ανέβηκαν στη ράχη, έδεσαν μια πέτρα σε ψιλό σκοινί και το ΄ριξαν σκαντάλι. Το κατοστάρι σκοινί δεν έφτασε, βάλαν και δεύτερο, έφτασε στη μέση. Θέλαν τουλάχιστον διακόσα μέτρα. Στάθηκε όμως αδύνατο να βρούν σκοινί διακοσάρι μονοκόμματο, όλα ήταν μέχρι εκατό. Πήραν δύο χοντρά και δύο ψιλά, θα τα “μμάτιζαν”, θα τα ένωναν όπως στα καΐκια, το ένα σκοινί μέσα στ΄ άλλο,  χωρίς κόμπους να δυσκολεύουν, μόνο μισό μέτρο “μματισιά”.

Το χοντρό θάταν για να δέσουν και να κατεβάσουν τον Γιώργη, το ψιλό θα τόδεναν στο καρπό του κολαούζο, όπως στους μηχανικούς, για σήματα και το σακί για το μάλι, τον θησαυρό. Συνεννοήθηκαν καλά με τα συνθηματικά. Ένα τράβηγμα ήταν “λάσκα”, αφήστε σκοινί, δύο ήταν “πάτωσα”, τρία “πάρτε το τσουβάλι”, τέσσερα “λεβάρετε”, ανεβάστε με.

Ήταν λίγο πριν την Λαμπρή, Μάρτης ακόμα και όλα ήταν έτοιμα. Θα περίμεναν τα μέσα του Ιούνη, να΄ρθει ο ήλιος πιό ψηλά. Στο μεταξύ όλα τα μελετούσαν και τα ξαναμελετούσαν τις μέρες και τις νύχτες όλοι έκαναν όνειρα με φλουριά και διαμαντικά.

Κι έφτασε η μεγάλη μέρα. Έφυγαν νύχτα, πριν ξεφέξει, να μην τους δει κανένας να κουβαλούν σκοινιά και τσουβάλια στο βουνό, αμέσως θα τους καταλάβαιναν. Πήραν απόμερα μονοπάτια, μη βρούν στο δρόμο τους κανένα βοσκό κι έφεραν γύρα το βουνό για να βρεθούν στη ράχη, πάνω απ΄ τη σπηλιά. Εκεί έκατσαν να ξαποστάσουν και να περιμένουν τον ήλιο να ψηλώσει.

Σαν έφτασε η ώρα, πρώτα δέσανε την άκρη του σκοινιού σε μια μεγάλη πέτρα για σιγουριά κι ύστερα στην άλλη άκρη τον Γιώργη απ΄ τις μασχάλες. Του΄ δωσαν το δαυλί και τα σπίρτα, του “δεσαν στον καρπό τον κολαούζο με το σακί κι άρχισαν σιγά-σιγά να τον κατεβάζουν.

Ο Γιώργης δεν κοίταζε κάτω. Ήξερε πως αν έβλεπε το χάος μπορεί να τον έπιανε τρομάρα. Προσπαθούσε μόνο με τα χέρια να κρατά τον βράχο μακριά του, να μη γδέρνεται καθώς κατέβαινε. Όπου και να΄σαι, υπολόγιζε, φτάνω στην άκρη, πάνω απ΄ το στόμα του δράκου. Και να, πράγματι έφτασε. Ο βράχος χάθηκε από μπροστά του και τώρα έβλεπε τον μαύρο πάτο. Και τότε ξαφνικά το κατέβασμα σταμάτησε. Περίμενε, τίποτα. Άρχισε να χτυπά τον κολαούζο ”λάσκα”, “λάσκα”. Τίποτα. “Λασκάρουμε” απαντούσαν, αλλά τίποτα δεν γινόταν. Ούτε να τους δεί μπορούσε, ούτε να τους ακούσει. Άρχισε να φωνάζει, αλλά η φωνή του χανόταν στο χάος που αντιφώναζε κάτω του. Τραβούσε και ξανατραβούσε τον κολαούζο, του απαντούσαν, αλλά κανένα αποτέλεσμα. Απόμεινε εκεί κρεμασμένος περιμένοντας να δεί τί θα αποκάμουν οι συντρόφοι του, αλλά δεν περίμενε για πολύ….

Μακριά, πολύ μακριά, απ΄ τα απέναντι βουνά της Καλύμνου, ένα ζευγάρι μούπλια, δυό σιλιάερφοι, μεγάλα και δυνατά αρπακτικά περιπολούσαν πάνω απ΄ τις κορφές του Πύρνου και του Μυλιανού βολτάροντας ακίνητοι. Το δυνατό τους βλέμμα έπιασε τον κρεμασμένο Γιώργη που σπαρταρούσε σαν το ψάρι στην πλαγιά της Τελέντου κι αμέσως έστριψαν τις μεγάλες τους φτερούγες και πλανάρισαν με φόρα κατά το νησί.

Στο πέρασμά τους όμως από τις πλαγιές ξεσήκωσαν ένα μεγάλο κοπάδι κουρούνες που κι αυτές είχαν επισημάνει το ίδιο θήραμα και απλά κουρνιασμένες, περίμεναν με υπομονή το αποτέλεσμα. Τώρα έβλεπαν τους ξένους επιδρομείς να καταπατούν την επικράτειά τους και να επιχειρούν να τους πάρουν αυτό που δικαιωματικά τους ανήκε. Αμέσως ξεσηκώθηκαν όλες και μανιασμένες με άγρια κρωξίματα ξεχύθηκαν καταπάνω στους ληστές. Τί κι αν ήταν μεγάλοι και δυνατοί και μάλιστα δύο, δεν ήταν η πρώτη φορά που θα τάβαζαν μαζί τους. Είχαν πλήθος και θάρρος και πάντα τους νικούσαν, τους έδιωχναν.

Οι κουρούνες πρόλαβαν τα όρνια την στιγμή που έφθαναν στη σπηλιά, στον Γιώργη και γύρω απ΄ τον κρεμασμένο στήθηκε ένας άγριος, ένας ανελέητος καυγάς, που όμοιός του δεν ξανάγινε. Όλα τα όπλα, ράμφη, νύχια και φτερά στον αγώνα. Οι κρωξιές του πόνου διαδέχονταν αυτές της επίθεσης  και σε λίγο ο αέρας γέμισε άσπρα και μαύρα πούπουλα και φτερά, ενώ τα βράχια πιτσίλιζε το αίμα, ένα τρελλό κουβάρι. Άλλες κουρούνες, πολλές μαζί, έκαναν άγριες επιθέσεις καταπάνω στα όρνια ,  κι άλλες πάλι έπαιρναν φόρα από ψηλά, μαύρες βολίδες πάνω στις φτερούγες τους, να τα αναποδογυρίσουν, να τα κάνουν να χάσουν την ισορροπία τους, να δείξουν την άσπρη κοιλιά τους. Κι ο Γιώργης χαμένος μέσα στον ξέφρενο σίφουνα των πουλιών, που δεν τον βάζει ο νους του ανθρώπου, προσπαθούσε με τα χέρια του να τ΄ αποδιώξει, να προστατευτεί, φωνάζοντας… Ξού μούπλια…ξού κουρούνες….

Πόση ώρα κράτησε το κακό, κανείς δεν ξέρει.. Κάποια στιγμή όμως τα όρνια κουράστηκαν να αντιπαλεύουν το μανιασμένο μαύρο κοπάδι, κι όσο κι αν το θήραμα ήταν σπουδαίο, το παράτησαν και πήραν το δρόμο για το μεγάλο νησί. Οι κουρούνες από κοντά, να κράζουν τη νίκη τους, να τα κυνηγούν για  να τους κόψουν κάθε διάθεση επιστροφής, μέχρι που αυτά πέρασαν τη θάλασσα. Τότε και μόνο γύρισαν πίσω, αλλά τώρα πάνω  στο βουνό έβλεπαν πολλούς ανθρώπους και με μεγάλη λύπη  το υποψήφιο θύμα τους να φεύγει, να ανεβαίνει σιγά-σιγά στη ράχη.

Όταν μετά πολλά ο Σκεύος κατάλαβε  ότι το σκοινί του Γιώργη είχε χωθεί σε μια σχισμάδα του βράχου και εκεί καθώς κατέβαινε το “μμάτισμα”, η ένωση των δύο σκοινιών, που το ΄κανε παχύτερο, σφήνωσε για τα καλά, κι ούτε πάνω να τραβήξουν μπορούσαν, ούτε κάτω να περάσει με το βάρος του Γιώργη, που δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα, ούτε άλλο σκοινί είχαν να κατέβουν, αλλά ούτε και χέρια να τους τραβήξουν, αναγκάστηκε  να αφήσει τον Μιχάλη κοντά στον κρεμασμένο για παρηγοριά και να γυρίσει στο χωριό για βοήθεια, ανθρώπους και σκοινιά.

Σαν γύρισε, δέθηκε, κατέβηκε, ξεσφήνωσε με πολύ ζόρι το σκοινί του Γιώργη και μαζί ανέβηκαν σιγά-σιγά με προσοχή. Όμως για το παλληκάρι ήταν αργά. Το μυαλό του είχε κολλήσει στον μεγάλο πόλεμο που έγινε στο κεφάλι του. Φώναζε και ξαναφώναζε ασταμάτητα, κουνώντας τα χέρια του:

-Ξού μούπλια…ξού κουρούνες….

Όσα κι αν τούλεγαν, ότι κι αν έκαναν, μάταια. Τον είδαν γιατροί, του ΄καναν μαγικά και γιατροσόφια, τίποτα. Εκεί το μυαλό του. Τον έβαλαν να μείνει σ΄ ένα απόμερο σπιτάκι, στην άκρη του χωριού κι εκεί τον φρόντιζαν, γιατί μόλις πρόβαλλε στη γειτονιά, όλα τα κοπέλλια  έτρεχαν και του φώναζαν :

-Ξού μούπλια…ξού κουρούνες….. 

Ιούνιος 2008
Νίκος Γ. Παπάζογλου       

Το διήγημα αυτό στηρίζεται κατά ένα μέρος σε αφήγηση του παλιού μου γείτονα στην Αγ.Τριάδα Νικόλα Θεοφ. Ρήγα και κυρίως σε αφήγηση της πεθεράς μου Μαρίας Αντωνοπούλου-Τάταρη,που την άκουσε από την Καλλιόπη Αντ.Μαγκάκη.-