Ο χορός του «πιασμένου μηχανικού»

Ο χορός του «πιασμένου μηχανικού»

του Ιωάννη Αντ. Χειλά
Λαογράφου -Εκπαιδευτικού

Εκεί  στις  Βούες, κάτω από την ενορία του Αη-Χαράλαμπου, στο Χωριό της Κάλυμνος, σ’ έναν   μεγαλοκαφενέ  – ταβέρνα, όπου σύχναζαν πάντα κεφάτες και γλεντζέδικες σφουγγαροπαρέες, ένας  χορός έχει στηθεί με προστελλάτη* παλιό πιασμένο μηχανικό*.    

Ψηλά από τη γειτονιά της Κοκχαλαριάς, κατέβηκε σκαλί-σκαλί, κούτσα-κούτσα με τα δυο μπαστούνια ο Νικόλας η «Καπερναούμ». Από τα είκοσι δυο  του – ήταν τώρα κοντά σαρανταπεντάρης, αλλά έδειχνε γέρος καταπονημένος – χτυπήθηκε βαριά στην «Μηχανή ». Σαβούρα, άχρηστος, σακατεμένος απ’ τη μέση και κάτω, έμεινε κοντά δύο χρόνια ακίνητος στο κρεβάτι σαν τον παραλυτικό της Καπερναούμ. Κόντευε να σαπίσει. Τά ’κανε όλα πάνω του, ψιλά χοντρά. Ήταν όμως γερός οργανισμός, αγαπούσε τη ζωή και είχε πίστη στο Θεό. Δεν το έβαλε κάτω, το πάλεψε με τα πρακτικά  πού’καναν τότες στους πιασμένους μηχανικούς (χώσιμο σε πυρωμένους αμμόλακχους στις αμμουδερές παραλίες των Λιναριών και του  Καντουνιού, εντριβές, ασκήσεις – γυμναστική κ.α.)  και κατάφερε να νεστουλωθεί, σαν από θαύμα. Γι’ αυτό τού ’βγαλαν  και το παρατσούκλι, ο  Νικόλας η  Καπερναούμ».

Τώρα με τα τσουρμαρίσματα που καλοσύνεψαν και ζεστάθηκαν οι καιροί, λασκάρισαν τα μαργωμένα* κόκχαλά του, έκανε κουράγιο και παρά το ότι το σπίτι του ήταν ψηλά, πάνω στα ψηλώματα  τ’ Αη- Χαράλαμπου, κατέβαινε στην ταβέρνα να ξελεγράνει*  λίγο, να πιει ένα ποτήρι κρασί με φίλους, να ξαθυμηθεί τα παλιά.   

Σαν ήταν στα καλά του,  μαγγιόρος πρωτομηχανικός, κι είχε γερά ποδάρια, ήταν αετός, πετούσε!  Κανένας δεν τον έπιανε στο χορό. Δεν ήταν να πάρει καπάρο –μπροστάντζες*  απ’ τον καπετάνιο στις ταβέρνες, στα βιολιά, στο χορό και στο τραγούδι τα ξόδευε, χωρίς να λυπάται.  

Καθώς κουτσοπίνει το κρασάκι του με φίλους, απόμαχους της δουλειάς και της ζωής, βλέπει τα νιάτα να χοροπηδούν  στη μέση της ταβέρνας. Καίγονται τα μέσα του για την κατάντια του, η ματιά του δακρύζει, γίνεται βουβή θάλασσα της Μαντρούχας και βαριαναστενάζει:

Σαν ήμουνα καλά  ηχόρευγα κι  ηγλέντου τη ζωή μου
τώρα θωρώ τους νιούς στη θέση μου, ραγίζεται η ψυχή μου.   

Απ’ τις σκέψεις του τον ταρακουνά το κάλεσμα του λεβέντη του Μικέ της Νεμικάλας της συντέκνισσάς του ο γιος, που φαίνεται πως νιώθει τον νταλκά του.                          

Για σήκω μπάρμπα- Νικολή μαζί μας να χορέψεις.
και με τις νότες του βιολιού τα πάθη να μερέψεις.
Έλα, για σένα τα βιολιά γλυκό σκοπό θα παίξουν,
να   σου λαφρώσουν τη καρδιά,να πεις τραγούδια που σ’ αρέσουν.

Ευχαριστώ σε ρε Μικέ, δε σου χαλώ χατίρι
με τον πατέρα σου μαζί βουτθούσαμε στο ίδιο τρεχαντήρι,
μα…δε βλέπεις τα χάλια μου, πάει η λεβεντιά μου
νιώθω να φεύγει μου η ζωή και καίγεται η καρδιά μου!
Αχ, να μπορούσα να σταθώ, μια σούστα να χορέψω,
πάνω στις νότες του βιολιού , να σβήσω να τελέψω! 

Ο Νικόλας τελικά τ’αποφασίζει. Σηκώνεται μουδιασμένος, μπαίνει μπροστελάτης της χορευταλάδικης παρέας, αρπάζει το μαντήλι που του προσφέρει ο Μικές, το σφίγγει γερά. Στ’ άλλο χέρι το ροζιασμένο αγρελομπάστουνο του γίνεται ποκούμπι*. Ο γερο –Μαγριπλής, το πρώτο βιολί του Χωριού, γνώριζε τον Νικόλα. Χρόνια τον μεράκλωνε με το δοξάρι του σαν τον συνόδευε στα ολονύκτια γλεντοκόπια του. Τώρα τον βλέπει πάλι έτοιμο για χορό. Γνωρίζει την κατάστασή του. Πιάνει τις νότες του σκοπού που ταιριάζει, ρίχνει ματιά στο συντροφικό λαούττο κι αρχίζει να κελαηδά τον  αργόσυρτο παθιάρικο  χορό. «ή Μηχανικός θα γίνω ή στον νάμμο θα  ’πομείνω…»       

Κι ο κουτσός, ο πιασμένος Μηχανικός τραβά μερακλίδικα , παθιασμένα τον κάβο του χορού. Οι άλλοι τον ’ποβαστούν. Καταφέρνει να κάμει κάποια βήματα. Δείχνει ότι ήξερε από χορό. Τον συνεπαίρνουν οι μνήμες και τα παλιά τα μεγαλεία. Ξεθαρρεύει όμως, ξεχνά την κατάστασή του και πάει να κάμει ένα τσάκισμα, ένα τσαλίμι μα δεν  του λυγάνε τα ρημάδια τα κουλάδια. Είναι βαριά σαν μολύβι, ασήκωτα! Τα χέρια δεν αντέχουν, το μπαστούνι ξεστρατίζει  και το σώμα σωριάζεται βαρύγδουπα στο πάτωμα. Στο μαγαζί όλες οι παρέες κέρωσαν. Όλων τα μάτια στον Νικόλα. Τα βιολιά  πήγαν να  σταματήσουν, μα ο πεσμένος μηχανικός  φωνάζει με πείσμα.

Βαράτε μωρέ.  Δεν τέλεψε η γύρα  μου. ΄Εχω ψυχή  ’κόμα μέσα μου!   

Η «Καπερναούμ» απλώνει το χέρι, χουφτώνει ξανά το μπαστούνι, σφίγγει το μαντήλι σαν μέγγενη. Το σώμα του τρέμει σαν το ψάρι στο καμάκι. Ο ιδρώτας  τρέχει φουντάνες*, αγώνας κι αγωνία, πείσμα και πάλεμα, ώσπου καταφέρνει να ξαναστουλωθεί, έτοιμος να συνεχίσει το χορό. Στην   ματιά του λαβωμένου αετού της θάλασσας, σπινθηρίζει  «τ’ άστρι της Τραμουντάνας»,  που τον καλεί να  χαράξει  ρότα για νέα σφουγγαροτάξιδα. Ανακούφιση στην ταβέρνα. 

Μπράβο σου μωρέ Νικόλα, τα κατάφερες. Που να ποθάνει ο χάρος, ανάθεμά τον. Άιντε πάλι στο χορό να δούμε που θα μας πάει τούτη η παλιοζωή!        

Τα όργανα ξεσπάθωσαν, τα τέλια έβγαζαν φωτιές. Το σφουγγαροσυνάφι γλεντοκούσε, χαιρόταν τις χαρές της στεριανής ζωής, πριν λύσουν παλαμάρι για αρμενίσματα σε πέλαγα κακοπέρατα που τελειωμό δεν έχουν και… που δεν γνώριζε κανένας τους αν ποτές θα φτάσει ή θα γυρίσει πίσω ζωντανός από το βούτθος!

Βάλε μας κάπελα* κρασί, να φάμε και να πιούμε
του χρόνου θα γυρίσουμε*, ποιος ξέρει αν θα ζούμε;              

«Παρέες της Κοκχαλαριάς, τσούρμο του Θεοδόση,
 χορεύετε, χορεύετε ώσπου να ξημερώσει…! »   

Ψηλά στις καστρογειτονιές οι άλιωτες ψυχές των προγόνων, που ή  δεν ήθελαν οι ίδιοι να βουλιάξουν… ή γιατί δεν τους άφηναν… οι ζωντανοί, σηκώθηκαν απ’ τα μνημούρια τους, ροβόλησαν να συναπαντήσουν τους άλλους ποθαμένους στα κοιμητήρια του Ταξιάρχη και της Παναγιάς της Λιμνιώτισσας, μερακλώθηκαν, μες στ’ άγρια μεσάνυχτα κι άρχισαν κι αυτοί το χορό που είχαν αφήσει  ατέλειωτο σαν ζούσαν κι οι τυχεροί αλαφροΐσκιωτοι διαβάτες, που εξ ώρας περνούσαν απ’ τα νεκροταφεία,  άκουγαν το μελιστάλακτο, όλο παράπονο τραγούδι τους, ώσπου «μέρωσε η μέρα, χάραξε η αυγή και λάλησαν οι περδικοπούλες…» Ο ήλιος ψήλωσε, οι χρυσαχτίνες του σαΐτεψαν μέσα από τις πολεμοθυρίδες τα ριζιμιά του Κάστρου κι έλουσαν με φως τους ασβεστολουλακένιους περιστερώνες του Χωριού.

Κάλυμνος, Μαγιάπριλο του 2005
Απόσπασμα από τη λογοτεχνική πολιτισμική καταγραφή: «Βιγλάτορες στα ριζιμιά του Κάστρου Χώρας Καλύμνου»

Γλωσσάρι

κάπελας = ταβερνιάρης
καπάρο – μπροστάντζες = προκαταβολή απ’ τα συμφωνηθέντα
μαργωμένα: = παγωμένα, ξυλιασμένα, άκαμπτα
μηχανικός = δύτης που βουτά με το σκάφανδρο
ξελεγραίνω = ξεδίνω, διασκεδάζω
’ποκούμπι = αποκούμπι, στήριγμα
προστελάτης = αυτός που πρώτος σέρνει το χορό
φουντάνες = μεγάλη ροή υγρών. ( φουντάνες το νερό, το αίμα, τα δάκρυα κ.α)
«του χρόνου θα γυρίσουμε…;» = εδώ εννοούν οι σφουγγαράδες το γυρισμό απ’ το επικίνδυνο και παράτολμο,  σφουγγαράδικο ταξίδι για το οποίο ετοιμάζονται να φύγουν.

Σημείωση: Ιστορικά στοιχεία

Τη μοναδική και συγκλονιστική αυτή σκηνή του χορού του «πιασμένου μηχανικού», το πάθος και  την αγωνία του να σταθεί όρθιος στη ζωή, την ένιωθε στα κατάβαθα της ψυχής του ο Καλύμνιος καθηγητής της Σωματικής Αγωγής Θεοφίλης Κλωνάρης. Είδε αμέτρητους πιασμένους σφουγγαράδες, ναυάγια της ζωής, να προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, ίσως και κάποιους μερακλήδες πιασμένους σε γλεντοκόπια να σηκώνονται με τη βοήθεια της παρέας  για να κάμουν κάποια βήματα, να θυμηθούν τα περασμένα τους. Χορός παραδοσιακός όμως του «Μηχανικού», στη μορφή που  εκτελείται – χορεύεται σήμερα, δεν υπήρχε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 195…;

Γιος του πρωτομηχανικού – μαγγιόρου σφουγγαρά Παντελή Κλωνάρη έζησε από κοντά, συμμετείχε κιόλας, μες στους γλεντζέδικους καφενέδες- ταβέρνες  του Χωριού,  τα γλεντοκόπια, τα τραγούδια, τους χορούς, τα ολονύχτια ξεφαντώματα των σφουγγαράδων, τις μέρες που τσουρμάριζαν κι ετοιμαζόταν για τα πολύμηνα σφουγγαροτάξιδα.  Ζυμωμένος μες στην σφουγγαράδικη και νησιώτικη  παράδοση της αγαπημένης του Καλύμνου, σαν βρισκόταν στην Αθήνα (…;..) συνεργάστηκε με το Χορευτικό Συγκρότημα της Δώρας Στράτου κι ήταν από τους πρώτους και βασικούς  χορευτές της. Έχοντας μέσα του ζωντανά τα βιώματα των σφουγγαράδων αποφασίζει να δώσει συγκεκριμένη μορφή, κίνηση χορευτική στην τραγική προσωπικότητα του πιασμένου μηχανικού.

Λεβέντικη δωρική μορφή, παράλληλα με χάρη ιωνική στις κινήσεις,  χορευταλάς ο ίδιος, καταφέρνει την ώρα του χορού, με τη «γλώσσα του σώματος» να υποχρεώνει τα όργανα- βιολιά, πράγμα πρωτόγνωρο, να τον παρακολουθούν και να τα οδηγεί  εκεί που εκείνος επιθυμεί, για να εκτελέσει άψογα τις φιγούρες – το ρόλο του σαν κορυφαίος του Χορού σε αρχαία τραγωδία και να  παρουσιάζει με μοναδικό, ανεπανάληπτο  και απαράμιλλο τρόπο το τρέμουλο του πιασμένου σφουγγαρά με τα σακατεμένα  ποδάρια, τα ασταθή βήματά του, το πέσιμο, το ανόρθωμα, το πέταμα του μπαστουνιού, το τελικό ξεσπάθωμα- ξεδώσιμο σε χορευτικά  βήματα κυκλωτικού συντροφικού χορού, βήματα χαράς, κεφιού, που γίνεται λύτρωση  για τον ίδιο το χορευτή πρώτα, αλλά και κάθαρση για τους θεατές, που βιώνουν μαζί του τη  «… μίμηση πράξεως, σπουδαίας και τελείας…»  ( Απ’ τον ορισμό της τραγωδίας…)

Ο χορός του πιασμένου μηχανικού, με εμπνευστή και πρωταγωνιστή το Θεοφίλη Κλωνάρη και με το συγκρότημα της Δώρας Στράτου, αμέσως  συγκινεί, εντυπωσιάζει, γίνεται πασίγνωστος σε περιοδείες στην Ευρώπη, μελετάται και καθιερώνεται σαν γνήσιος θαλασσινός χορός που εκφράζει το τραγικό μεγαλείο της σφουγγαροσύνης και ιδιαίτερα των Καλύμνιων σφουγγαράδων.

Σήμερα ο χορός αυτός αποτελεί απαραίτητο στοιχείο κάθε σφουγγαράδικης,  και φολκλορικής παρουσίασης στην Κάλυμνο, αλλά και παντού…. Νέοι χορευτές προσπαθούν να αναστήσουν αυτό το πάθος του πιασμένου μηχανικού.  Κάποιοι καταφέρνουν να το αγγίξουν..! Αλησμόνητο όμως θα μείνει, όπως ομολογούν όλοι που το βίωσαν,  το αξεπέραστο  πάθος  των πρώτων εκείνων  εκτελέσεων από το δημιουργό του τον Θεοφίλη Π. Κλωνάρη.  

Μνήμη σφουγγαράδων
Αφιέρωση  στο δημιουργό του χορού του «πιασμένου μηχανικού»,  Φεοφίλη  Παντ. Κλωνάρη