Ο Γιατρός ο Σακελλάρης (Ζερβός)

Ο Γιατρός ο Σακελλάρης (Ζερβός)

Ιστορίες μιας Ζωής
απο το Βιβλίο «της Μαρίας Αντ. Μαγκλή » | Αθήνα 2000

Ψηλός εύσωμος, επεβάλλετο με μόνο το παράστημά του, παρ” όλη την έλλειψη ομορφιάς που είχε το πρόσωπό του. Εκτός από τις τακτές ώρες φαγητού και λιγοστού ύπνου που, βρισκόταν ολημερίς στο δρόμο. Με την βοήθεια μιας πελώριας ομπρέλλας από άσπρη σαντακρούτα το καλοκαίρι και μαύρο αδιάβροχο ύφασμα τον χειμώνα, μπαινόβγαινε απ” τα σπίτια των αρρώστων μέχρι αργά βράδυ.

Τις μέρες που οι επιδημίες κόπαζαν, επεσκέπτετο τα σπίτια φίλων και συγγενών να δεί μήπως κανένα παιδί είχε συναχωθεί ή οι γέροι του σπιτιού είχαν κανένα παράπονο για την υγεία τους. Σωστός θεράποντας του ανθρωπίνου πόνου, πιστός στον όρκο του Ιπποκράτους. Όσο για αμοιβή: Από τους άπορους δεν έπαιρνε λεφτά, από τους συγγενείς και συναδέλφους το ίδιο. Τους δασκάλους, τους ονόμαζε (όπως μου διηγήθηκε  κάποτε η Ειρήνη Κασιώτου, η παλιά δασκάλα), «διδάσκαλους του Γένους» και επομένως εσθανόταν χρέος του  να τους εξυπηρετεί.

Τα τρία απογεύματα της εβδομάδας τα περνούσε στο Ιατρείο του, όπου δεχόταν άνευ αμοιβής τους πάντες. Κατηρτισμένος επιστημονικά όσο ήταν δυνατόν στην εποχή του 1900-1950, δεν απαξίωνε να μελετά συνεχώς νέα συγγράματα, να παρακολουθεί πιστά νέες μεθόδους θεραπευτικής.

Το ιδιαίτερο δωμάτιο που χρησίμευε ως γραφείο του, έδινε την εντύπωση μιας δημόσιας βιβλιοθήκης. Συγγράμματα από παλαιούς και καινούργιους θεράποντες της ιατρικής, σε διάφορες γλώσσες, στόλιζαν τα ράφια. Και ούτε έλειπαν τα ιατρικά περιοδικά, που ανελλιπώς κατέφθαναν απ” τα επιστημονικά κέντρα Γαλλίας και Ιταλίας. Η αγάπη του για μάθηση στον τομέα του, τον ώθησε να μελετά ακόμα και με τη βοήθεια ενός λεξικού, συγγράμματα παθολόγων διεθνούς φήμης σε γλώσσες που δεν πολυήξερε. Παράλληλα με την μελέτη που γινόταν εις βάρος της αναπαύσεως του, παρακολουθούσε κάθε χρόνο επί ένα μήνα τους καινούργιους τρόπους θεραπείας στις διάφορες Κλινικές του Νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα.

Είχε σπουδάσει και εργασθεί σε μια εποχή που οι ειδικότητες στην Ελλάδα σπάνιζαν. Γι” αυτό φρόντισε και η εκπαίδευσή του στην Γαλλία να συμπεριλάβει οφθαλμολογία και μαιευτική. Υπήρξαν περιπτώσεις που αναγκάσθηκε να χειρουργήσει επείγοντα περιστατικά. Το νησί δεν είχε πάντα καλό καιρό ούτε πλοίο στο λιμάνι έτοιμο να σαλπάρη για μεγαλύτερα αστικά κέντρα.

Παρ” όλες τις ασχολίες και την κούρασή που του επεφύλασσε το επάγγελμά του, πάντα εύρισκε την ευκαιρία να ασχοληθεί και με την προσπάθεια που έκαναν οι Νέοι της εποχής για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου των κατοίκων του νησιού. Ως πρόεδρος του τότε Πνευματικού Κέντρου «Αι Μούσαι» ωργάνωνε διαλέξεις στις οποίες έπαιρνε ενεργό μέρος και ο ίδιος, φρόντιζε για θεατρικές παραστάσεις. Ομιλητικός και ευχάριστος, κρατούσε το ενδιαφέρον της συντροφιάς με διηγήσεις και ανέκδοτα από την ζωή των μεγάλων επιστημόνων της εποχής. Προικισμένος με εξαιρετική μνήμη θυμόταν ακριβώς τι είχε ειπωθεί απο αυτούς σε <<περιπτώσεις σοβαρές>>  ασθενούντων. Κάποιος τον είχε ονομάσει <<κινητή ιατρική εγγυκλοπαίδεια>>.

Μα εκεί που ο Σακελλάρης προείχε, ήταν στο πλησίασμα του αρώστου. Λές κάτι πήγαζε απ” τον εσωτερικό του κόσμο για να μαλάξει τον πόνο και να αποβάλει τον φόβο από τον πάσχοντα και τους οικείους του. Η είσοδός του στο κάθε σςπίτι έφερνε παρηγοριά και σκορπούσε ένα αίσθημα σιγουριάς, που ψυχολογικά προετοίμαζε για την μάχη ενάντια στην αρώστια.

Αξέχαστη θα μείνει σε όσους παρακολούθησαν την σορό του από κοντά, η λαχτάρα που αυθόρμητα εκδηλωσαν άνθρωποι του λαού, που άφηναν εκείνη τη στιγμή τη δουλειά τους για να βοηθήσουν στην μεταφορά. Με ξεκούμπωτες φανέλλες κάθιδροι τρέχαν να πιάσουν μια θέση δίπλα στο φέρετρο.

<<Κ” εγώ τον γιατρό μου>>.

<<Κ” εγώ τον γιατρό μου>>.

Παρ” όλη την φοβερή ζέστη του πρωϊνού εκείνου (2 Ιουλίου) και την έλλειψη μεταφορικών μέσων, το πλήθος κάλυψε τη μεγάλη στράτα που ξεκινούσε από τα Λινάρια και κατέληγε στη Χώρα. Όλοι νοιώθανε χρέος να κουρασθούν για τον άνθρωπο που μια ολόκληρη ζωή κουραζόταν γι΄αυτούς.

Υπήρξαν και οι περιπτώσεις ανθρώπων, που για διαφόρους λόγους, γνωστούς μόνο σ” αυτούς ζήτησαν να αμαυρώσουν το έργο μιας ζωής γεμάτης ανιδιοτέλεια προσφορά. Εκμεταλεύθηκαν σημεία ανθρώπινης αδυναμίας, χωρίς να λογαριάσουν τον εσωτερικό πόνο και την πάλη του ανθρώπου αυτού. Εσπειραν καταλλήλως την πληροφορία ότι του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Ιππότου από την Ιταλική κυβέρνηση. Παρέλειψαν όμως να προσθέσουν ότι ο τίτλος αυτός του δόθηκε κατά τον πρώτο Ευρωπαϊκό πόλεμο, οπότε ο Σακελλάρης εξυπηρετούσε και πάλι άνευ αμοιβής συμμαχικό στρατό, και μάλιστα στρατό που έγινε δεκτός τότε από τους πάντες ως ελευθερωτής. Ποιά είταν τα αισθήματά του έναντι στο φανερό πια κατακτητή, αργότερα δείχνει στην αλληλογραφία του με τον εξόριστο αδελφό του Γίαννη Ζερβό, το 1927, όπου διαφαίνεται ο τρόπος σκέψης ενός πραγματικού και σοβαρού πατριώτου:

<<Μόνο ιατρικάς σχέσεις θέλω να έχω μαζί τους>>.

Και αργότερα:

<<Λυπούμε πολύ διότι η θέσις μου είναι τοιαύτη ώστε δεν δύναμαι άνευ παρεξηγήσεως, δυναμένης να έχη συνεπείας, να απομακρυνθώ τελείως. Είπα στον Τζοβάνη 1 ότι δεν θέλω να με συνιστά εις κανένα από τους νέους που έρχονται  και ότι θα απεύφευγα να εγνώριζα πλέον κανένα άλλον. Αλλ΄ αφού με καλούν ως Ιατρόν, δύναμαι να αρνηθώ; Αφού δε τους γνωρίσω ως ιατρός, είναι δυνατόν να μην τους φαίνωμαι ευγενής και περιποιητικός ως τοιούτος; Έπειτα δια τον εαυτό μου δεν θα έδιδα την προσοχήν και σημασίαν, εάν διετίθεντο ούτως ή άλλως προς εμέ.    <<Άλλ΄ είναι τόσα άλλα ζητήματα, ιδίως η εργασία και τα συμφέροντα των ιδικών μας εδώ κάτω, που με κάνουν να φαίνωμε πολύ ανεκτικός>>.

Σαν επισφράγιση της πραγματικότητας έρχεται η τελευταία παράγραφος μιας επιστολής του πρώτου Έλληνα διοικητή της Χωροφυλακής Συνταγματάρχου Σπάλα προς την Αικατερίνη Βουβάλη. Αφού είπε όσα είχε να πεί  ευχόμενος σ” αυτήν για κάποια Χριστούγεννα καταλήγει: <<Αγαπώ την Κάλυμνο. Την αγαπώ διότι έχει αξίες: Έχει σάς, η οποία [….] έχει τον Σακελλάρη Ζερβό, ο οποίος πένεται και ουδείς το υποπτεύεται>>.

Μετά το τέλος του Β” Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε διορισμένος ως Διευθυντής στο Νοσοκομείο Καλύμνου. Πιστός και πάλι στον όρκο του, δεν παρέλειψε να δίνει το <<παρών>> όλες τις ημέρες του χρόνου, παρ΄ όλη την έλλειψη μεταφορικού μέσου την εποχή εκείνη. Με μόνο στήριγμα  στα γεροντικά πια πόδια του την παλιωμένη ομπρέλλα του, με κρύο και ζέστη, αέρα και βροχή, ανεβοκατέβαινε την ανηφόρα προς και από το Ίδρυμα του πόνου. Ώσπου, αψηφώντας μια προσβολή γρίππης, ξεκίνησε μια βροχερή μέρα για την ημερήσια επίσκεψη. Μα τα ογδόντα του χρόνια είχαν εξασθενήσει την αντίσταση του σπάνιου οργανισμού του.

Άρχισε η κατάρευση για να καταλήξη στο μοιραίο μετά από δυό χρόνια κατάκλισης. Στο διάστημα αυτό κάθε φορά που χτυπούσε η πόρτα της κρεβατοκάμαρής του, δυό μάτια γεμάτα πόνο έστρεφαν κατά κεί να υποδεχθούν τον επισκέπτη.

<<Ο Άρωστος θέλει αγάπη>>. Με την φράση αυτή εξήγησε την επιτυχία του στο επάγγελμα σε μια τελευταία συζήτηση με τον νεοφερμένο τότε Δεσπότη κ. Ισίδωρο. Γνώμονάς του η φράση αυτή σ” όλη του τη ζωή, μα ίσως και πικρή διαπίστωση στο τέλος της

1 Τζοβάνης Κουτρούλης: Ιατρός σπούδασε στην Ιταλία – τύπος αγαθού ανθρώπου