του Ιωάννη Αντ. Χειλά, Λαογράφου – Εκπαιδευτικού
Στρατημένη η Σαρακοστή. Γλυκιά, μυρωμένη έπεφτε η ανοιξιάτικη νύχτα. Πάνω στο ερειπωμένο μεσαιωνικό κάστρο του Χωριού, που μέσα του έκλεινε για αιώνες τις ψυχές όλου του νησιού της Καλύμνου, για να τις προστατέψει από τα στίφη των Αγαρηνών κουρσάρων, ένας κούκος διαλαλούσε την καλοσύνη του καιρού. Αστροφεγγιά. Άναψαν και τα δημοτικά φώτα στα στενορύμια. Το Χωριό κείνη την ώρα ζωντάνευε. Καιρός για το σφουγγάρι, μέρες για τσουρμαρίσματα* κι η παλιά αρχοντική πρωτεύουσα, η Χώρα, στις δόξες της.
Οι πιότεροι Χωριανοί το σφουγγάρι είχαν για ζήση. Άλλοι με το σκάφανδρο – τη Μηχανή, άλλοι με το Μηχάνημα – Φερνέζ κι άλλοι γυμνοί με το σκαντάλι* ή τη ρεβέρα*. Αλλά και από « κουπφάες», πληρώματα κουβέρτας (κουπολάτες, ροδάδες*, μαγέρους, μπαλλαριστές* κ.α.) Ούλοι τους καλοί εργάτες της θάλασσας και τεχνίτες της βουτιάς. Ψημένοι απ’ την αρμύρα, γεροδεμένοι, κουραγιατζήδες, δουλευταράδες και προπάντων έντιμοι και φιλότιμοι. Ο λόγος τους συμβόλαιο. Εκτιμούσαν το ψωμί που έτρωγαν! Για τούτο όλοι οι καπεταναίοι κι οι ξεκινητάδες σφουγγαράδικων καϊκιών έκαναν καβγάδες για να τους καπαρώσουν* και να τους πάρουν στη δούλεψή τους.
Έπαιρναν το λοιπόν τα πάνω, προς το Χωριό, οι καπετάνιοι της Πόθιας, της λιμανίσιας πρωτεύουσας , με τους ανθρώπους τους, τα κουμάντα , πλεύριζαν- διπλάρωναν δύτες και πληρώματα και τους παζάρευαν. Φίσκα οι ταβέρνες, οι καφενέδες από σφουγγαροπελατεία, αλλά κι από ανθρώπους πού’ ταν δεμένοι με το σφουγγαροσυνάφι, μαγαζάτορες εμπόρους, χασάπηδες, φουρναραίους, παπουτσήδες, χτιστάδες, μαραγκούς κ.α. που περίμεναν να τσουρμάρουν οι σφουγγαράδες, να πάρουν απ’ τους καπεταναίους τις προστάνζες- προκαταβολές για να εισπράξουν κι αυτοί με τη σειρά τους τα κρέτητα* που έτρεχαν μέρα με τη μέρα. Όλο το χειμώνα τους είχαν απάνω τους – τους πίστωναν, με το αζημίωτο… βέβαια !
Πάνω στα Τσούκχουα, έξω και γύρω απ’ τον αυλόγυρο της Κεχαριτωμένης, της μεγάλης εκκλησιάς της Παναγιάς με το μελί τσεμπέρι*, πού’ χτισαν οι Χωριανοί με το κατέβασμα τους απ’ το Μεγάλο Κάστρο, σαν οι πειρατές ξεκουμπίστηκαν απ’ το Αιγαίο, όπου τρύπα και ταβέρνα, όπου γωνιά και καφενές σμάρι ο σφουγγαρόκοσμος! Ξανάσμιγαν γνώριμοι, πού’χαν ξαναδουλέψει μαζί σε καλοκαιρινά και χειμωνικά σφουγγαροτάξιδα, αναζητούσαν, τάχα από ενδιαφέρον, – « πού νά’ναι αυτός ο άνθρωπος, χάθηκε από την πιάτσα; » – πρόσωπα ονομαστά, γινόταν παρέες – παρέες, παλιόφιλοι, σύντεκνοι, κουμπάροι, αλληλοκερνιόταν, « ψάρευαν » ο ένας τις προθέσεις του άλλου, έπεφταν οι προτάσεις στα ίσια ή με μεσάζοντες.
– Με ποιόν θα πας φέτι. ΄Ελα μαζί μου να χορτάσεις ψωμί. ΄Εχω γερές πλάτες, αφεντικό βασταχτούμενο. Μεγάλη ξεκίνηση, τα πλάτικα* γερά!
– Πόσα δίνεις; Πόσα τα ποσοστά; Πόσα μερδικά; Για πού το ταξίδι; Σε τι νερά – βάθητα θα δουλέψουμε;
Όλο το πάρε – δώσε, το νταλαβέρι της σφουγγαροσύνης παιζόταν σ’ένα τραπέζι ή στα όρθια στον μπεσταχτέ* της ταβέρνας, όπου οι βαρελίσιες κρασοκάνουλες δεν έκλειναν ούτε λεφτό, το κρασί κυλούσε στα πλακόστρωτα καλντερίμια, οι νταμιτζάνες το ρακί, το ούζο άδειαζαν λες κι ήταν τρύπιες κι οι θαλασσινοί μεζέδες πηγααινοέρχονταν σε γιομάτες πιατέλες και σουπιέρες. Κείνες τις ώρες πάνω στο κρασί και στο γλέντι παζαρεύονταν η τιμή του τετιμημένου μελλοθάνατου σφουγγαρά, πού’ παιζε τη ζωή του τουρά – γιαζί* και που το κάτεχε πως τούτη η χρονιά ίσως ήταν και η στερνή του! Κι ο νους ζαλισμένος, τα πάθια πλάνταζαν τα στήθια, τα νιάτα στο χαράτσι* κι η σκρόφα η ζωή να στήνει ασίκικο χορό στις νότες του βιολιού, του σαντουριού, του λαούτου και της βοσκαρουίστικης τσαμπούνας.
Πάνω στα Θένια, την άλλη μεγάλη ενορία του Αϊ – Γιάννη του Προδρόμου κι αυτή κάτω απ’ τα ριζά του Κάστρου, πού’ ταν ξακουστή σφουγγαρογειτονιά, σε μικροκαφενέ μπήκε μικροπαρέα πού’χε όρεξη για πιοτί και χορό. Γέμισαν τα ποτήρια, ήρθαν οι μεζέδες άναψαν τα αίματα, φούσκωσε το τουλούμι* της τσαμπούνας, ακούστηκε γλυκόλαλος βοσκαρουίστικος σκοπός, νεμαζεύτηκαν κι οι κοπελιές από τα γύρω σπίτια, (με το θάρρος της συντοπίτικης γνωριμιάς πού’χαν όλοι πάνω στο Χωριό), διασταυρώθηκαν, άστραψαν ερωτικά οι ματιές, κοκκίνισαν τα μάγουλα και στήθηκε στην αρχή ο ίσσος χορός, λικνιστικός σαν το στρωτό πελαγινό κύμα, που όμως ξαφνικά έγινε σούστα πηδηχτή σαν τα λεβέντικα κι αγέρωχα καλύμνικα βουνά, με τους λεβέντες σφουγγαράδες να χοροπηδούν ως το ταβάνι, να χτυπούν δυνατά το σανιδένιο πάτωμα και να τραγουδούν όξω φωνή, με στήθια ολάνοιχτα!
Να δείξουνε την λεβεντιά τους
Τα μπράτσα και τα πόδια τα γερά τους.
Αυτά ήθελε η «Μηχανή», το βούτθος κι η μπαμπέσα η θάλασσα για να’βγει το σφουγγάρι !
Το γλεντοκόπι ξύπνησε όλη τη γειτονιά. Οι νιες ονειρεύονταν το συναπάντημα της αγάπης κι οι παντρεμένες δεν έλεγαν να χορτάσουν την ανδρική αγκαλιά. ΄Οπου να ’τανε οι σφουγγαράδες τους θ’άνοιγαν πανιά για πολύμηνα σφουγγαροτάξιδα και θ’άρχιζε η προσμονή και η απεμονή. Οι γεροσφουγγαράδες δεν είχαν ύπνο κι αρμένιζαν σκαμπανεβάζοντας στα πέλαγα της νιότης τους. Αλλά και τα μωρά στην κούνια δεν εύρισκαν ησυχασμό. Κοντά στα ξημερώματα ακούστηκε μακρόσυρτο θαλασσινό νανούρισμα;
«Έχω σε για να σ’ αγαπούν ’πο μέσα ’που τα Θένια, εκεί που μεταδένουσι τα δυο σκαντάλια* σ’ ένα.»
Στη Σκάφη, τον κεντρικό μαχαλά με τους φασαριάτους καφενέδες, τα μηχανικούλια πού’βραζε το αίμα τους, έπιναν τη ρακί με τη κούπα, τσακώνονταν σαν τα κοκόρια για μια αδιαφόρετη κουβέντα, τά ’σπαγαν για το χατίρι μιας τσακιρομάτας τσακπινομελαχροινής ή για μιας ωριόξανθης τη γάμπα, που με πείσμα δεν έστεργαν ν’ ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα τους, να τους ρίξουν μια ματιά, να τους καλησπερίσουν, να τους πετάξουν ένα κλωνί βασιλικό, ένα λουλού(δ)ι, δείγμα αγάπης που τόση την είχαν ανάγκη. Τίποτις πιο όμορφο γι αυτούς στα μακρινά πολύμηνα σφουγγαράδικα ταξίδια τους από ένα χαμόγελο μιας αρμαστής* που να τους σκέφτεται και να προσεύχεται γι αυτούς !
Ο Νικήτας, μαυρογανίτης μορφονιός με το λεπτό μουστάκι και την κατσαρή* μπόρκα, λιώνει απ’ το βαλάντωμα της άπονης αγάπης.
– Για σένανε μελαχρινή, τσαχπίνα μαυρομάτα,
στη Μηχανή θα βάλω εγώ τα έρημά μου νιάτα.
– Δεν παίρνω εγώ το σφουγγαρά που ολημερίς βουτάει
κι η θάλασσα τον χαίρεται κι εμένα παρατάει.
– Θα’ σαι μηχανιζήισσα, θα’χεις πολλά τα λούσα,
στολίδια Αλεξανδρινά, χαλιά από την Προύσα.
– Εγώ θα πάρω το βοσκό από το ριζοβούνι,
πού’ναι η αγάπη του φωτζιά και καίει σαν καρβούνι.
Ο Θωρής όμως φάνηκε πιο τυχερός στην αγάπη.
– Έμορφη ξανθομάλλα μου, μού ’καψες την καρδιά μου,
έλα να σμίξουμε τα δυο να σβήσεις τη φωτιά μου.
– Εγώ θα πάρω σφουγγαρά της θάλασσας καμάρι,
όπου βουτά σαράντα οργιές και βγάζει το σφουγγάρι.
Κι οι χοροί καλά κρατούσαν στους σφουγγαρομαχαλάδες, στους καφενέδες και στα καπηλειά του Χωριού. Τα μηχανικούλια γλεντοκοπούσαν ασταμάτητα. Τα τραγούδια (ερωτικά, θαλασσινά λεβέντικα, πιπεράτα, πεισματικά), φούντωναν τα πάθη, έβγαζαν τους νταλκάδες και τα ντέρτια των μερακλήδων και… το κρασί να κυλά ποτάμι στα πλακόστρωτα σοκάκια τους!
Στην μεγαλοταβέρνα του Σακελάρη του Μαύρου, όπου σύχναζαν τα πρωτοπαλίκαρα της σφουγγαροδουλειάς, μαγγιόροι βουτηχτάδες, παραλήδες ξεκινητάδες και μεγαλοκαπεταναίοι, κουμάντα* διαλεχτά και ακριβοπληρωμένα πληρώματα, τα όργανα – βιολιά σταμάτησαν. Ακουγόταν μόνο φωνές, βαβούρα, φαγωμάρα σ’ούλο το μαγαζί. Οι καπεταναίοι, με την αβάντα των ξεκινητάδων – αφεντικών που με τον παρά τους στήριζαν τις σφουγγαράδικες δουλειές, «χτυπούσαν» – έβγαζαν στο χαράτσι * την Αίγενα , τον πρωτοσφουγγαρά του Χωριού. Ποιος θα τόνε πρωτοπάρει στη δούλεψή του. Το κουντρέστο * μεγάλο, το πείσμα και ο εγωισμός, ποιος θα τόνε καπαρώσει ρεζίλευε, ξεφτίλιζε τον παρά κι η τιμή του έπαιρνε τα ύψη.
Η Αίγενα στο τραπέζι του, στην πάντα* του, κρατώντας τον πόντο* του έκοβε την κατάσταση με χαμόγελο υπεροψίας κρυμμένο κάτω απ’τα μουστάκια του. Για την πάρτη του σφαζόταν βρακωμένοι καπετάνιοι !
Πρωτομαγγιόρος σφουγγαράς της Μηχανής ο Θεοφίλης Έλληνας, η «Αίγινα» όπως τον έλεγαν και τον γνώριζαν στη σφουγγαράδικη πιάτσα – του’βγαλαν αυτό το παρανόμι γιατί έκαμε κάμποσα σφουγγαροτάξιδα με Αιγινίτικες Μηχανές – ήταν το καμάρι και η ζούλια στο Χωριό. ΄Ηταν ξακουστός σ’όλο το σφουγγαροσυνάφι. Βαθύτης όσο κανένας! Βουτούσε άφοβα όπου την πάρει, όσο βαθιά κι άγρια νάτανε τα νερά. Δε λογάριαζε τα δυνατά ρέματα, τις κακοτοπιές του βυθού, τις ρέστες* και τις κέντες *. Ο βυθός γι αυτόν πιο γνώριμος κι απ’ τα καπηλειά που σύχναζε και τά’χε σπιτικό του!
Πιότερο όμως γνωστός ήταν για το μερακλίκι και τα ολοήμερα γλεντοκόπια του. Ρουφούσε το κρασί σαν το σφουγγάρι και γλεντούσε πάντα μερακλίδικα. Σαν το τραβούσε η ψυχή του, όποια ώρα και νάτανε, έστελνε και καλούσε τα βιολιά, τ’αγκαζάριζε μόνο γι αυτόν και γλεντοκοπούσε με τις παρέες του πίνοντας και τραγουδώντας σε παλιούς, παθιάρικους, γλεντζέδικους καλύμνικους σκοπούς, τραγούδια πονεμένα, παθιάρικα ερωτικά μα και λεβέντικα. ΄Εβγαζε ‘πο μέσα του τα πάθια, τα μεράκια,το βαλάντωμα της εφήμερης ζήσης του σφουγγαρά. Ξόδευε τον παρά ανερώτηχτα και αλογάριαστα. Μα σαν έμπαινε στο φόρεμα * η θάλασσα τον έτρεμε κι ο βυθός στην κάθε του βουτιά γονάτιζε απ’το κούρσος. Μπάλα * η σφουγγαροαπόχη ! Κι οι καπεταναίοι ;
– Χαλάλι σου ρε Αίγενα και τα πλάτικα και τα βιολιά !
Το « χτύπημα » ξεκαθαρίστηκε. Τελευταία τιμή, εκατό χιλιάρικα για πλάτικα και τα ποσοστά στα ίσα (50% ο καπετάνιος 50% ο δύτης για τα σφουγγάρια που θα’βγαζε).
– Έλα πλιο Θεοφίλη, πες το ναι. Δε σηκώνει παραπάνω. Θα μας βάλεις μέσα !
Η Αίγενα σηκώθηκε. Πλεύρισε τον καπετάνιο. Τα χέρια σφίχτηκαν σε συμφωνία τιμής. « Για σφουγγάρι, για τομάρι.» Το παζάρι έκλεισε. Ξεκόπηκαν τα πλάτικα, απλώθηκαν στο τραπέζι, μάτσο τα χιλιάρικα για καπάρο – μπροστάντζα κι ο καπετάνιος χούφτωσε το ναυτικό φυλλάδιο του δύτη. Τώρα πια τον είχε δεμένο. ΄Ηταν δικός του άνθρωπος, του ανήκε!
– Άντε καλορίζικα. Με το καλό για το μπαρκάρισμα. Η ώρα η καλή στο παλαμάρι !
Το γλέντι άναψε με μιας. Τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν.
Πάνω στην ώρα που το κέφι συνέπαιρνε όλους και ο καθένας αρμένιζε στο δικό του κρασάτο πέλαγος, ακούστηκαν έξω απ’ την ταβέρνα φωνές και σαματάς. Μια γλεντζέδικη παρέα ανηφόριζε το πλακόστρωτο στενορύμι. Μπροστά πήγαιναν τα όργανα (βιολί, λαούτο και σαντούρι) και πίσω οι μερακλήδες θαλασσινοί με το ναυτικό κασκέτο, στραβοφορεμένο στην κατσαρή τους μπόρκα, με το κλωνί το βασιλικό στ’αυτί και τη μισκοκαρφιά στο πέτο του σακακιού. Τραγουδούσαν, ο καθένας όπως ήθελε όξω φωνή, τρίκλιζαν αγκαλιασμένοι, χτυπούσαν ρυθμικά τις παλάμες, χειρονομούσαν, σφύριζαν, φωνασκούσαν.
Η φασαριάτη αυτή παρέα δεν ήταν απ’το Χωριό. Το μαρτυρούσε άλλωστε και ο διαφορετικός ήχος των βιολιών. Ποθιανοί ήταν, λιμανίσιοι, που αφού τα κοπάνισαν για τα καλά στις παραλιακές ταβέρνες, πήραν τα όργανα κι ανηφόρισαν, να ξεπλαντάξουν λέει, στο γλεντζέδικο Χωριό. Θα το’φερναν βόλτα, ταβέρνα την ταβέρνα, γειτονιά τη γειτονιά ξεφαντώνοντας. Ούλη η νύχτα δικιά τους !
Μπροστάρης τους η Πονηρά. Πρωτομηχανικός κι αυτός. Τεχνίτης στη βουτιά και δουλευταράς, όποτε τον συνέφερε, μα και παμπόνηρος. Αλεπού σκέτη ! ΄Ονομα και πράμα. Οι παλιοί που έδιναν τα παρανόμια δεν λάθευαν ! Μικρόσωμος, δεν τον έπιανε το μάτι σου. Το αλεπουδίσιο βλέμμα του φανέρωνε την εξυπνάδα του. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν τα μπιγγαζανά καρλίνια *. Δεν τον ξεγελούσε ο καπετάνιος και τη θάλασσα τη πλάνευε ! ΄Ηταν δύτης « νουρά », όλο απαιτήσεις, στραβόξυλο, με λόγο ξενάστρεφο που αναστάτωνε και έκανε άνω κάτω όλο το πλήρωμα στο καΐκι. Κοκόνα που ήθελε το κανάκεμά της. Να’χει καλή μερίδα στο φαί και να τον περετούν οι κουπάδες. Οι καπεταναίοι όμως τον προτιμούσαν. ΄Ηταν αυτός που βουτούσε και έβγαζε καλό μεροκάματο. Πάνω του κρεμόταν η δουλειά! Αν έλειπε αυτός κι ένας δυο άλλοι, καπετάνιος και κουβέρτα* θα « έξυναν πατσάδες». ΄Ετσι όλο και έκαναν υποχωρήσεις στις απαιτήσεις και παραξενιές του, μέχρι να τον βάλουν στο καΐκι. Στο πέλαγος και στη δουλειά, όπως πάντα, το καπετανιλίκι ήταν δικό τους…!
Η φουριόζικη παρέα της Πονηράς, παραπατώντας μπουκάρισε στην ταβέρνα του Μαύρου. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Φωνές, χαιρετούρες σε γνώριμες φάτσες. Κείνη τη στιγμή ξύπνησαν παλιές φιλίες, κουμπαρλίκια, συντεκνίκια, συμπεθερολόγια γενεών δεκατεσσάρων. Το συνάφι της σφουγγαροσύνης γινόταν ένα. Τό ‘σμιγε η μέθη του κρασιού, το ιντερέσσο της δουλειάς !
Τον πρώτο χαιρετισμό τον έριξε η Αίγενα.
– Καλώς τηνε την Πονηρά με την παρέα της. Σορόκος καιρός φύσηξε κάτω στο λιμάνι κ ι άνοιξες πανιά για το Χωριό;
Η πονηρά τ’ απάντησε στο άψε σβήσε.
– Αίγενα , καλώς σας βρήκαμε, μα ξέρεις το δα πως η Πονηρά αρμενίζει μ’ ούλους τους καιρούς και… πάντα ανέπλωρα. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου το ξομολογηθώ.
– Μάθαμε πως στο Χωριό έχει έμορφες ζωντοχήρες και πως το κάθε τους φιλί κοστίζει χίλιες λίρες.
Ο λόγος βαρύς, προσβλητικός για τους Χωριανούς, πού’ χαν ψηλά την τιμή των γυναικών τους. Βουβαμάρα έπεσε στο οινοκαφενείον. Τα ποτήρια έμειναν μετέωρα πριν φτάσουν στα διψασμένα λαρύγγια. Ούλοι τους απονευρώθηκαν σάμπως βοσκάρικο χταπό(δ)ι που μαχαίρι κοφτερό, τεχνίτη αχταπολογά, μπήχτηκε ανάμεσα στα μάτια και το (α)ποχάλιανε και του’κοψε τις δυνάμεις.
Μόνο ο πάρβα-Μικές, παλιός θαλασσόλυκος, συμμορφωμένος και στοχασμένος άνθρωπος που αγαπούσε τα φρένιμα και τα πρεπάτα, κουνήθηκε απ’ τη θέση του και παρά τα γηρατειά του ξεπετάχτηκε σαν την μοβόρα σμύναιρη που βλέπει να περνά έξω από την τρύπα της καμουφλαρισμένη σουπιά μελανηφόρος.
– Πονηρά, ο λόγος σου δεν κολλά σε μας και… σαν έρχεσαι πάνω στο Χωρζιό, να γλεντάς σιγανά και ταπεινά, καθώς λέει και το τραγούι. ΄Οχι μύξες και σαλιαρίσματα, μα λόγια μετρημένα. Μάθε το λοιπόν και βάλε το καλά στο νου σου πως:
– Στο τιμημένο μας Χωριό φωλιάζουν περιστέρες και για να πάρεις το φιλί πρώτα θα βάλεις βέρες.
Η απάντηση, καλά πλερωμένη, ικανοποίησε τους Χωριανούς θαμώνες. Ποτθές που θά’ρχονταν στο Χωριό οι Ποθιανοί και να μοστράρουν για αγαπητικοί ; Ας κοίταζαν τις εδικές τους γυναίκες, τις σκροφούες* πάνω στα Μαράσια*, πού ‘βγαλαν το τσεμπέρι, ηκόβασι τα μαλλιά τους κι ηκάναντα περμανά κι ήταν σαν τα σκουφάτα πουλιά που φαίνονται τα λαιμά τους, σαν κουρεμένες πραάτες με το μαντροψάλι(δ)ο. ΄Ασε που ηφήκασι νύσσα* και τά’βαφαν κιόλας. Αμ, ημαθαίνουντο τα νέα και τα ρεζιλίκια τους !
Η Πονηρά κάτι πήγε να πει, μα δίστασε. Σεβάστηκε τον πάρβα – Μικέ και τα όσα είπε. Είχαν το νόημά τους. ΄Ετσι έπρεπε να είναι!
Το λόγο πήρε μετά η Αίγενα, σεκλετισμένος που η Πονηρά ήρθε στα μενόρια του χωρίς να τον λογαριάζει. Του πέταξε λοιπόν την μπηχτή του:
– Ηκούστη πως τσουρμάρισες, μόνο για χίλιες λίρες μα αν τις φας με τα βιολιά, δε θά ’χεις πια για χήρες.
Η Πονηρά κατάλαβε πως δε σήκωνε αντίλογος. Πλεύρισε την Αίγενα, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη κοιτάζοντας όμως και προς το τραπέζι που καθόταν ο πάρβα –Μικές.
– Συμπαθάτε μας ούλοι. Γαπούμε το Χωριό και τιμούμε τις Χωριανές σας. Μα, το κρασί βλέπεις, θολώνει το νου και λύνει τη γλώσσα. Μόνο ας πιούμε στην υγειά μας. Όπου νά ‘ναι θα σαλπάρουμε. Ας γλεντήσουμε τώρα που είμαστε γεροί και πατούμε στεριά!
Η Αίγενα όμως δε φάνηκε να μερώνει. Βγάζει απ’ τη μάτσα με τα χιλιάρικα, που πριν λίγο είχε πάρει απ’ τον καπετάνιο, ένα κολλαριστό χιλιάρικο – δυο με τρία τέτοια ήταν η πλερωμή του κουπά για όλο το καλοκαιρινό σφουγγαροτάξιδο – το στρίβει. το κάνει τσιγαριλίκι, τ’ ανάβει προκλητικά και το φουμάριζε αρειμάνια παρακολουθώντας τ’ άσπρα καπνοδαχτυλίδια που ανέβαιναν ως το ταβάνι.
Η Πονηρά πήρε χαμπάρι πως το ζήτημα πήγαινε αλλού. Η Αίγενα πιότερο νοιαζόταν για τη δική του τιμή, για το δικό του όνομα, τη δική του πρωτοκαθεδρία σαν ο πρωτομαγγιόρος, ο πρωτογλετζές ο πρωτομερακλής, ο πρωτοχουβαρδάς του Χωριού. Τι γύρευαν οι άλλοι στην κουστέρα* του; Μα κι αυτός δεν ήταν παρακατιανός; ΄Ολη η Πόθια τον σεβόταν. Δεν θα το έβαζε κάτω. Πριν σβήσει το τσιγαροχίλιαρο της Αίγενας φώναξε τον ταβερνιάρη.
– Ε, κάπελα. ΄Εχει πολύ κρασί μέσα η βαρέλα;
– Γιοματάρι είναι. Βαρέλα πεντακοσάρα, ψες την γκίνιασα. Κεχριμπάρι μαλαματένιο!
– Άνοιξε τότες την κάνουλα κι άσε το κρασί να τρέχει. Θέλω να δω αν θα κυλίσει σ’ όλη την κατηφόρα της Σκάφης κι αν θα φτάσει ως κάτω τις Βούες;
Βλέποντας όμως τον ταβερνιάρη σαστισμένο, πλευρίζει τη σχάρα που πάνω της ήταν στοιβαγμένα τα δρύινα κρασοβάρελα και με πείσμα νεσπά* την κάνουλα. Το κρασί ξεπήδησε μ’ ορμή καταβρέχοντας τα γύρω τραπέζια και τις γύρω παρέες.
– Εμπρός λοιπόν, πιείτε κρασί όσο χωρά η κοιλιά σας. Κερνά η Πονηρά. Τα πλάτικά μου είναι ακόμα αφάγωτα, για τα ρέστα* θα τα πούμε όταν με το καλό επιστρέψουμε ’που το σφουγγάρι. ΄Οσο για τις καψοχήρες δε θα λείψουνε ποτές κι από κανένα τόπο. Τα θηλυκά δεν έχουν μερωμό, όσα καπίστρια κι αν τους φορέσεις !
Πάνω στου γερασμένου κάστρου τις ξεδοντιασμένες πολεμίστρες,δυο βιτσίλες* σήκωσαν φαρμακερή οχιά και την ξεμέρδιζαν* στο γέμισμα του κοκκινόφλουρου φεγγαριού.
Κυλούσε ο Θεός τις άγιες μέρες του, τις Σαρακοστιανές, με την ανοιξιάτικη φύση στη καλή της ώρα, τη γη να πρασινίζει, τα δεντριά να μπουμπουκιάζουν και να μοσχοβολούν τα μύρα τους στον αγέρα, τη θάλασσα να γαληνεύει και να καλεί σφουγγαράδες και πλεούμενα σ’αρμενίσματα και θαλασσοπαλέματα. Η καθημερινότητα, τούτο τον καιρό που γινόταν τα τσουρμαρίσματα στο Χωριό της Κάλυμνος, είχε μια γλυκιά νησιώτικη ομορφιά.
Από τη μια οι προετοιμασίες για το φευγιό των σφουγγαράδων κι απ’ την άλλη το νοικοκύρεμα των σπιτικών για τις άγιες μέρες της Λαμπράς. Ολημερίς ν’ ανάβουν οι φούρνοι για να ψηθεί η γαλέτα*, να ετοιμαστούν οι καβουρμάδες*, ν’ ασπριστούν μ’ ασβέστη άσπρο φωτεινό ή λουλακένιο αυλές και κουμούλες*, να συγυριστούν τα σπιτικά και σαν έπεφτε ο ήλιος οι γυναίκες να πάνε και στον « Ντυνάμεο ή στον Περμάχο »*, να φροντίζουν και το συγύρισμα των τάφων των γονιών στα κοιμητήρια του Ταξιάρχη και της Λιμνιώτισσας κι οι άντρες στους καφενέδες και στις ταβέρνες , να πιούν, να νταλιβεριστούν και να το ρίξουν έξω. Οι μέρες για το φευγιό τους όλο και λιγόστευαν.
Όσο καιρό ήταν αραγμένοι στη στεριά φχαριστήθηκαν τη στεριανή ζωή, ήπιαν, χόρεψαν, γλέντησαν με τη ψυχή τους, παντρολογήθηκαν, μα η δουλειά τους ήταν η θάλασσα, το βούτθος, το σφουγγάρι. ΄Εκαμαν πέτρα την καρδιά, λειτουργήθηκαν, κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων, έκαμαν τον αγιασμό, μπήκαν στα πλεούμενά τους, έλυσαν παλαμάρι κι άνοιξαν πανιά για τα μέρη της Μπαρμπαριάς με τις μαύρες ερημιές, τις κουστέρες της Μεσογειακής άπλας, τα Αιγαιοπελαγίτικα ασπρονήσια, εκεί που καθημερινά «έτρωγαν ολάκερο τον ήλιο και τους περίσσευε το φεγγάρι… !»
Κάλυμνος, Απρίλιος – Μάης 2008
Ιωάννης Αντ. Χειλάς
Τα σφουγγαράδικα δίστιχα και οι έμμετροι διάλογοι των προσώπων ανήκουν στο συγγραφέα.
αρμαστός = αγαπητικός
βιτσίλα = αρπακτικό όρνεο
γαλέτθα = το φρυγμένο ψωμί των σφουγγαράδων
καβουρμάς = το καβουρδισμένο και χωμένο στο λίπος του κρέας των σφουγγαράδων
καπάρο = ποσό προκαταβολής για κλείσιμο συμφωνίας
καρλίνι = γυαλιστερός γυάλινος βόλος
κέντα = αιχμηρός βράχος στο βυθό
κουβέρτα = το πλήρωμα καταστρώματος
κουμούλα = μαντρότοιχος για περίφραξη αυλής
κουντρέστο = συναγωνισμός, ανταγωνισμός, αντιπαλότητα
κρέτητα = χρέη
μπάλλα η απόχη = γεμάτη μέχρι πάνω, ολοφούσκωτη
μπαλλαριστής = αυτός που τσουβαλιάζει τα σφουγγάρια και τα κάνει «μπάλλα»
μπεσταχτές = ο μπουφές στις ταβέρνες και τα καφενεία
μπόρκα κατσαρή = σγουρή φούντα μαλλιών μπρος στο μέτωπο
νεσπώ = ξεκολλώ κάτι τραβώντας το με βία
ξεμερδίζω = τεμαχίζω σε κομμάτια
πάντα = η πλευρά, ο τόπος που βρίσκομαι
πλάτικα = το ποσό συμφωνίας για το σφουγγαράδικο ταξίδι
ρεβέρα= το είδος ψαρέματος σφουγγαριών όπου ο βουτηχτής κολυμπά στη επιφάνεια της παραλίας και ανιχνεύει το βυθό με γυαλί ή μάσκα
ρέστα = απότομη, κοφτή και βαθιά περιοχή του βυθού
ροδάδες = οι κουπάδες που γύριζαν τις βαριές ρόδες της αεραντλίας του σκάφανδρου
σκαντάλι = πλατιά πέτρα που χρησιμοποιούσαν οι γυμνοί σφουγγαράδες για να κατεβαίνουν γρήγορα στο βυθό
σκροφού = γυναίκα ανήθικη που ξενοκυνηγά άλλους άντρες
τουλούμι = δέρμα ζώου, ασκός
τουρά – γιαζί = κορώνα – γράμματα
τσεμπέρι = κεφαλομάντηλο
τσουρμάρισμα = το κλείσιμο συμφωνίας για ναυτολόγηση σε σφουγγαράδικο ταξίδι
φόρεμα = η στολή του δύτη με το σκάφανδρο