Μπογιά και ποτάσα

Μπογιά και ποτάσα

του Νίκου Παπάζογλου, Δικηγόρου

-Μπογιά και ποτάσα !!!

Η απάντηση έπεσε απότομη, κοφτή, κι΄ ο Μιχάλης απόμεινε με το στόμα ανοιχτό, αμήχανος, μη ξέροντας τι να πει, με την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια του, να πιστέψει σ΄αυτό που άκουγε, ή μήπως ήταν πείραγμα και μάλιστα χοντρό…

-Μάλιστα. Μπογιά και ποτάσα !!!

Απόγευμα, στο ευρύχωρο σαλόνι του «Ολύμπιος Απόλλων», όλοι οι καλύμνιοι δικηγόροι είχαμε σχηματίσει μια μεγάλη συντροφιά καθισμένοι γύρω από δυό τραπέζια με τα απαραίτητα καφεδάκια, κοντά στην πίσω πόρτα, για να μπορούν να καπνίζουν οι θεριακλήδες της παρέας, χωρίς να ενοχλούνται πολύ τα γυναικεία μέλη της.-

Γυρίζαμε μετά από μια, όπως πάντα, κουραστική τακτική δικάσιμο. Ξενύχτι από βραδύς να γράψουμε προτάσεις, να ετοιμάσουμε δικογραφίες και ξύπνημα απ΄ τα χαράματα να προλάβουμε την συμπάθειά μας, τον «Κουρούνη», δύο ώρες ταρακούνημα από τη θάλασσα και τις μηχανές του, κι΄ αμέσως με την άφιξη, τρεχάλα στη γραμματεία να τακτοποιήσουμε τις λεπτομέρειες.-

Καλημέρισμα στον προϊστάμενο, τον Μιχάλη τον Γυαλίζη, πάντα βαρύ τα πρωϊνά και στους άλλους γραμματείς, κόλλημα ενσήμων στα πινάκια για τις «εξ αναβολής», μην ματαιωθούν, και τα λοιπά γνωστά σ΄ εμάς τους δικηγόρους. Μετά, ένα απολαυστικό καφεδάκι στον προθάλαμο της αίθουσας του Δικαστηρίου, μέχρι να΄ ρθη η ώρα να κατέβουν οι δικαστές και ν΄ αρχίσει η εκφώνηση.-

΄Οσοι ήταν τυχεροί και ξεμπέρδεψαν στα γρήγορα, έφυγαν με τον Δρόσο τον Πουγούνια, που σπάνια έμενε πίσω και πάντα ένα ταχύπλοο τον περίμενε στο Μαστιχάρι. Το πώς τα κατάφερνε, είναι ένα μυστήριο που κανένας μας δεν έλυσε ποτέ…

Εμείς οι υπόλοιποι, για κάποιους λόγους ο καθένας, ξεμείναμε, δεν προλάβαμε ούτε τον «Κουρούνη» των 2 και γυρίζαμε με το απογευματινό του «Απόλλων» αποκαμωμένοι, μπαϊλντισμένοι. Για να περάσει η ώρα αρχίσαμε τα περί ανέμων και υδάτων.-

Σε μια στιγμή, σαν να το΄χε από καιρό στο μυαλό του να με ρωτήσει κι’ όλο το ανέβαλλε, εξασκημένος, όπως όλοι μας άλλωστε, στις αναβολές, ο Μιχάλης ο Γλυνάτσης με ρωτά:

-Ρε Νίκο, εσύ που έχεις ωραίο κήπο και μια μεγάλη βουκαμβίλια, πές μου τί βάζεις στην δική σου κι΄ έγινε τόσο μεγάλη, να βάλω κι΄ εγώ, γιατί οι δικές μου δεν λένε να πάρουν τα ΄πάνω τους …

-Μπογιά και ποτάσα !!!

Πέρασαν αρκετές στιγμές αμηχανίας κι΄ αφού ήταν φανερό πως δεν τον έπεισα με την πρώτη, επανέλαβα την απάντηση κι΄ απόμειναν πια τώρα όλοι στο γύρο να με κοιτούν ερωτηματικά περιμένοντας εξηγήσεις. Και τους εξήγησα.

Δεν ήταν πολύς καιρός, ούτε χρόνος, που΄ χα φυτέψει σ΄ ένα παρτέρι δυό βουκαμβίλιες, μια κόκκινη και μια ανάμικτη, μ΄άσπρα και κόκκινα λουλούδια ανάκατα, μπροστά ακριβώς στη πόρτα του πατρογονικού σπιτιού της γυναίκας μου. Σπίτι, που μόλις πριν ένα χρόνο το είχαμε μισογκρεμίσει και το ξαναχτίζαμε, κι΄ ήταν ακόμα στους σοβάδες. Είχαμε φυτέψει κι΄ από πριν διάφορα άλλα στον μεγάλο για τα καλύμνικα μέτρα κήπο και ελπίζαμε, μόλις τελείωνε το σπίτι, τα φυτά να έχουν μεγαλώσει.-

Στο μεταξύ, κι΄ όποτε είχα καιρό, μια που από φοιτητής είχα μισομάθει την τέχνη του μπογιατζή, έπιανα το φλόγιστρο, τη σπάτουλα και το σκαρπέλλο να καθαρίσω μια εσωτερική πόρτα , που τα χρόνια και τα αλλεπάλληλα στρώματα μπογιάς την είχαν «παστώσει». Ηξερα ότι αυτό θα μου ΄τρωγε πολλά μεροκάματα…

Σε μια τέτοια ώρα με βρήκε ο γείτονας ο Νικόλας ο Καρδούλιας, ο χρωματοπώλης της γειτονιάς και παλιός μπογιατζής και απεφάνθη:

-Tι κάθεσαι και παιδεύεσαι με δαύτα. Θα φας τις ώρες σου και τίποτα δεν θα κάμεις. Θα σου πώ εγώ ένα κόλπο να τις κάνεις «γυαλί», σκέτο ξύλο. Τίποτα δεν θα μείνει και στα γρήγορα. Σε δύο-τρείς μέρες θα ΄χεις τελειώσει.

Πάντα ήμουν ανοιχτός σε ιδέες, αλλά του εξήγησα πως με τα διαλυτικά δεν τα ΄χω καθόλου καλά. Δοκίμασα τα «ριμούβερ» και αποτέλεσμα δεν έβλεπα, άσε που δεν μ΄ άρεσε και να τα εισπνέω.-

-Τίποτα απ΄αυτά. Μόνο ποτάσα. Ποτάσα με νερό μέσ΄ στο βαρέλι, διάλυση. Θα βάζεις τη μισή πόρτα, όση ώρα χρειάζεται, θα καθαρίζεις τη μισή πόρτα και μετά την άλλη μισή. Θα σου εξηγήσω. Κι΄ έχεις πολλές πόρτες. Εχεις άνθρωπο για τη δουλειά ? Μόλις τον βρείς και κανονίσεις, στείλε μού τον, να του δώσω εγώ ένα ειδικό βαρέλι πούφτιαξα και την ποτάσα.

Να μην πολυλογούμε, μου εξήγησε όλες τις λεπτομέρειες, γιατί μ΄ έβλεπε δύσπιστο. Τελικά με τα πολλά μ΄ έπεισε. Βρήκα εγώ τον φίλο μου τον Νικόλα τον Σισώη, που από μπογιατζής στην Αυστραλία καταπιάστηκε με φυτώρια και θερμοκήπια στο ΄Αργος, είχε «αραλίκι» από τις ντομάτες του που μεγάλωναν εκείνη την εποχή, του εξήγησα τη μέθοδο του Καρδούλια και του τον έστειλα.-

Μου ήρθε με ένα μακρύ βαρέλι, ένα κανονικό στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο ο γείτονας είχε κολλήσει άλλο ένα μισοβάρελο, για μεγαλύτερη χωρητικότητα κι΄ ένα σακκί ποτάσα, κι΄ αφού δεν μπορούσα να απουσιάσω απ΄ το μεγάλο πείραμα, το ξεκινήσαμε μαζί. Διάλυση της ποτάσας στο νερό και μέσα στο βαρέλι η πρώτη πόρτα για δοκιμή. Καφεδάκι, τσιγάρο, να περάσει η ώρα.

Πέρασαν περίπου 20 λεπτά κι΄ αποφασίσαμε να τη βγάλουμε. Φοβόμουν μην χαλάσει και το ξύλο. Τίποτα. Η πόρτα βγήκε ολόγερη και οι μπογιές μισοφαγωμένες.

-Θέλει κι΄ άλλο, αποφάνθηκε ο Νικόλας

Ξανά μέσα η πόρτα, άλλα 15 λεπτά. Οταν βγήκε, το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό. Το μέρος της πόρτας που ήταν στο διάλυμα, τώρα ήταν σκέτο ξύλο. Ολες οι μπογιές είχαν μείνει στο βαρέλι κι΄ οι λιγοστές που έμεναν , κρέμονταν σαν ξέφτια. Μ΄ ένα ξέπλυμα με το λάστιχο του νερού με πίεση, έφυγαν κι΄ αυτές κι΄ η μισή πόρτα στεκόταν πια ολοκάθαρη.-

Αυτό ήταν. Τώρα πια ο Νικόλας -αλήθεια, τρεις Νικολάδες στο γύρο- είχε μάθει το μάθημα. Οι πόρτες έμπαιναν δύο-δύο στο βαρέλι και έβγαιναν ολόγυμνες, όπως τις έφτιαξε ο πατέρας τους ο μαραγκός πριν εκατό τόσα χρόνια και μάλιστα το ξύλο τους ολόγερο, σαν καινούργιο, έτοιμο για νέα επεξεργασία και βάψιμο. Τι καλύτερο μπορούσα να περιμένω…

Ο κυρ-Νίκος περνούσε τακτικά, έβλεπε τη δουλειά που προχωρούσε και καμάρωνε.

-Είδες που στα ΄λεγα. Το βλέπεις που δε με πίστευες…

Και πράγματι η δουλειά προχωρούσε πολύ γρήγορα. Σε δυό-τρείς μέρες πόρτες και παράθυρα ήταν έτοιμα, ολοκάθαρα και στιβαγμένα. Τα ΄βλεπε κι΄ η γυναίκα μου και δεν πίστευε. Τις φωνές τις έβαλε αργότερα. Τι είχε συμβεί…

Ο Νικόλας είχε τελειώσει με όλα τα κουφώματα και ξαναγύρισε στις ντομάτες του. Ο κυρ-Νίκος, που επέβλεπε τη δουλειά, την είδε τελειωμένη , χρειάστηκε το βαρέλι του και, μη μπορώντας να το μετακινήσει μόνος του, το τούμπαρε απλά και το άδειασε στον κήπο, στο πρώτο παρτέρι που βρήκε μπροστά του. Στο παρτέρι με τις δύο βουκαμβίλιες…….

Όταν η Θέμις είδε στο παρτέρι της με τις βουκαμβίλλιες της, ένα λόφο γαλαζοπράσινης λάσπης, μόνο που δεν έπαθε αποπληξία. Όχι δηλαδή ότι ήθελε και πολύ για να τρομάξει, αλλά αυτό της έπεφτε πάρα πολύ . Κοίταζε τα δύο φυτά, που μόλις είχανε προκόψει κι΄ άρχισε, μη ξέροντας τίνος έργο ήταν το γλυπτό που έβλεπε, να τους περνάει και τους δύο γενεές δεκατέσσερις…

-Τους αναίσθητους, τους άχρηστους, τους ανίκανους, τους…..

Για να καταλαγιάσω την οργή της άρχισα να βγάζω με το φτυάρι τη λάσπη, μαζί και χώμα, όσο μπορούσα πιο βαθιά, να περιορίσω το κακό. Αλλά πώς να περιοριστεί, που η διαλυμένη ποτάσα και τόσο νερό μαζί, είχαν ποτίσει πολύ βαθιά το παρτέρι, μαζί με όση μπογιά είχε περάσει. Να του αδειάσω όλο το χώμα, ήταν αδύνατο. Τα φυτά τα είχαμε πια καταδικασμένα. Και όχι μόνο αυτά. Πιστεύαμε πως θα΄ πρεπε και όλο το παρτέρι να το ξεχάσουμε ή και να το στρώσουμε. Με τέτοιο «λίπασμα» που΄πεσε, πιστεύαμε πως τίποτα δεν επρόκειτο να ξαναφυτρώσει σ΄αυτό.

Αμ΄δε…….

Μετά από δυό μέρες ξαναπήγαμε, λογαριάζοντας να ξεριζώσουμε τα φυτά, που πιστεύαμε πως θα τα βρίσκαμε κατάξερα.

Κι΄ όμως…

.Κανένα απ΄ τα δύο δεν έδειχνε ούτε ίχνος κακοπάθειας, ούτε μαρασμό, ούτε στεγνά φύλλα, τίποτα…Αντίθετα, η μια η «ανάμικτη» σαν να έδειχνε και λίγο μεγαλύτερη…Τα ποτίσαμε και φύγαμε με ερωτηματικά.

Δεν πέρασε βδομάδα και ξαναπήγαμε. Τώρα η ασπροκόκκινη έδειχνε φανερά να μεγαλώνει και πολύ γρήγορα μάλιστα. Σε ένα μήνα δεν πιανότανε. Αμολούσε κλάρες δεξιά-αριστερά, ανέβαινε διαρκώς κι΄ αγκάλιαζε σφιχτά τον κορμό της χουρμαδιάς δίπλα της, σαν παθιασμένος εραστής. Πολύ γρήγορα έφτασε στην άκρη της -τη χουρμαδιά την είχαμε κόψει πριν λίγο καιρό στην κορφή, γιατί είχε γίνει επικίνδυνη κι΄ έστεκε ο κορμός της στα 5-6 μέτρα – και μη βρίσκοντας στήριγμα γύριζε προς τα κάτω με πλήθος λουλούδια στις άκρες. Μόνο ο χειμώνας της έκοψε τη φόρα .

Την επόμενη άνοιξη τίποτα πια δεν την κρατούσε. Μια τεράστια ομπρέλλα με διάμετρο πάνω από δέκα μέτρα σκέπαζε το κέντρο του κήπου, κι΄ όταν ήρθε το καλοκαίρι γέμισε με πλήθος άσπρα και κόκκινα λουλούδια που΄φταναν μέχρι το έδαφος. Κι΄ ο κυρ-Νίκος περνούσε και καμάρωνε.

-Σα γιαπωνέζικο τοπίο μου φαίνεται, αυτά που βλέπουμε στις κάρτες και στην τηλεόραση…

Οι τουρίστες που περνοδιάβαιναν την γειτονιά ξαφνιάζονταν, χάζευαν, θαύμαζαν, σκαρφάλωναν στα κάγκελλα, να την βγάλουν φωτογραφία. Είχε γίνει το καμάρι του κήπου μας, αλλά και της γειτονιάς.-

-Γι΄ αυτό σου λέω Μιχάλη. Μπογιά και ποτάσα !!

-Και χλωρίνη, πετάχτηκε από δίπλα η Τούλα η Ψαρομπά. Εμένα η μάνα μου βάζει κάθε βδομάδα σε μια συκιά που ΄χει φυτρώσει στη σκάλα μας, ένα ολόκληρο μπουκάλι χλωρίνη, κι΄ αυτή εκεί, κάθε βδομάδα και μεγαλύτερη…

Του Μιχάλη πια του ΄πεφταν πολλά κι΄ απανωτά. Περίμενε συμβουλές για κοπριές και λιπάσματα, φωσφορικά και αζωτούχα, πράσινα ή κόκκινα, κι΄ άκουγε για ποτάσες και χλωρίνες και δεν άντεξε.

-Αφήστε με ρε παιδιά, τι χλωρίνες και μπογιές μου τσαμπουνάτε.. Μήπως θα πρέπει να τους ρίχνω και πετρέλαιο…

-Άκου με Μιχάλη και θα μου θυμηθείς. Μπογιά και ποτάσα.

-Και χλωρίνη, επέμεινε και η Τούλα, που σαν γυναίκα ήθελε την τελευταία λέξη, μια που ο «Απόλλων» έριχνε άγκυρα στο λιμάνι της Καλύμνου …..