Οι Σκεύοι

Οι Σκεύοι

του Μιχ. Σκαρδάση, Γυμνασιάρχη

Μεγάλη καί σοβαρή ύπόθεσις ή εκλογή τού βαπτιστικού ονόματος.

Καί οµως πολύ λίγοι γονείς αποδίδουν τήν δέουσαν σηµασίαν. Λίγοι πρόσεξαν, ότι µιά καλή εκλογή ένός ονόµατος επιδρά ευµενώς επί τής τύχης ενός ατόµου καί τανάπαλιν. Αρκεί νά σκεφθή κανείς, οτι τό Όνοµά µας είναι αναπόσπαστον καί αδιαίρετον µέρος τού είναι µας, τού «εγώ» µας, γιά νά πεισθή, ότι µιά προσεκτική εκλογή τού βαπτιστικού όνόµατος τού παιδιού µας δέν είναι ψύλλοι στ” άχυρα, αλλά πολύ σπουδαία καί σοβαρή ύπόθεσις.

Ασφαλώς, καί στό κεφάλαιο αυτό, κάτι περισσότερο από µάς ήξεραν οί πρόγονοί µας, πού έβλεπαν µέσα στ” Όνοµα µιά µαγική δύναµη, πού επιδρούσε ευεργετικά ή καταστρεπτικά πολλές φορές πάνω στό άτοµο, πού τό έφερνε, Γι” αυτό προκειµένου νά δώσουν τό Όνοµα στό νεογέννητό τους κατέφευγαν σέ πολλές καί διάφορες µαντείες, γιά τίς όποίες δέν µου επιτρέπει τώρα ν” ασχοληθώ ή στενότης τού χώρου τής νεογεννήτου «Καλύµνου». Καί αυτήν µέν τήν ίδέαν τήν είχαν οί άµόρφωτοι, ό «λαός» τών προγόνων µας. Οί µορφωµένοι τους οµως, οί φιλοσοφηµένοι, πού ήξεραν, τί ήτο αυτή ή «µαγική δύναµις» καί τήν εξηγούσαν, έδιδαν στά παιδιά τους ονόµατα, πού ένεσάρκωναν τά ίδεώδη τους γιά τό µέλλον τών παιδιών τους. Καί ήτο πολύ φυσικό οί µέν γονείς νά ύπενθύµιζαν στά παιδιά τους τίς ίδιότητες τού όνόµατός των (Άτρεύς π.χ. ίσον Άτρόµητος κτλ.) καί νά τά παρορµούν όχι µόνον νά λέγωνται αλλά καί νά γίνουν ότι σιωπηλά έπρόστασσε ή ετυµολογία τού όνόµατός των, τά δέ παιδιά νά φιλοδοξούν εξ άπαλών ονύχων νά φανούν αντάξια τού ενδόξου όνόματός των καί νά μήν αποτελούν οξύμωρον πρός αυτό σχήμα. “Έτσι, τό όνομα εχρησίμευε σάν ενας Φάρος – όδηγός ατό δύσκολο δρόμο των ιδεωδών τών πατέρων των.

Ένα ωραίο όνομα είναι πολλές φορές ή βάση τής έπιτυχίας, στή ζωή κι” ένα κακόηχο καί δυσώνυμο η διά τοπικούς λόγους, άκατάλληλο, χρειάζεται πολύ γερές πλάτες (ευφυϊαν, μόρφωσιν, ήθικήν ανωτερότητα, κάλλος καί πρό παντός … πλούτον), γιά νά μή , συνθλίψη τόν φέροντα ή τήν φέρουσαν.

Μετά τόν Τρωϊκόν πόλεμον είναι αδύνατον νά εύρέθη, Έλλην, όσονδήποτε ανάποδος, πού νά έδωσε στό παιδί του τό όνομα τού Θερσίτου, τού αίσχιστου τό τε σώμα καί τήν ψυχήν, τού αναιδούς καί προπετούς καί θρασυδείλου εκείνου Βοιωτού.

Καί τό μέν όνομα Θερσίτης ήτο καί είναι πανελληνίως ακατάλληλο, ύπήρχαν όμως άσφαλώς καί ύπάρχουν καί τοπικώς ακατάλληλα ονόματα, πού οί γονείς θά επρεπε ν” άποφεύγουν καί νά φοβούνται ώς διηνεκή άπειλήν τής αξιοπρεπείας καί τής εν τη Κοινωνία ψυχικής ηρεμίας τών παιδιών τους.

«Ενας φίλος μου  Αθηναίος, πτωχός βιοπαλαιστής, μου εξεμυστηρεύτηκε προχθές, ότι ή μονάκριβή του κόρη έχασε μιά πολύ καλή τύχη άρνηθείσα νά δώση τήν χείρά της εις ένα άνώτερον δημόσιον ύπάλληλον, διά μόνον τόν λόγον, δτι οί πρώτες τέσσερις συλλαβές τού επιθέτου, πού θά γινότανε αύριο καί δικό της, ήσαν οί ίδιες μέ τού πεντασυλλάβου επιθέτου γνωστοτάτου , Αθηναϊκού καί Πανελληνίου «τύπου» ! …

Καί φαίνεται ότι σ” αυτή της τήν αρνησι είχε σθεναρόν καί άποφασιστικόν σύμμαχον τήν μητέρα της, ου μήν αλλά καί τήν ύπό τού λεπτεπιλέπτου γυναικείου αισθητηρίου διαισθητήν ενδόμυχον καί λανθάνουσαν συμφωνίαν τού πατέρα …

«Κακόμοιρο ξύλο … Κακόμοιρο κόπανο … » θά πεί ίσως κάποιος Καλύμνιος αναγνώστης μου. «Ας παρακληθή όμως νά μάς άπαντήση ειλικρινά, αν αύριον, ένσωματουμένης τής Καλύμνου, θά τόν κρατούσε ή ψυχή του νά τραβήξει ένα γερό Καλύμνικο «τούμπανο» τής μονάκριβής του κόρης, πού θά ηρνείτο νά δώση τήν χείρα της ζητουμένην από ένα άνώτερον δημόσιον ύπάλληλον ονόματι … Φλάσκα, Βιβόλα ή Ρόζα …

Αστεία δηλαδή θά λέμε τώρα; Έδώ κατήντησε νά είναι κανείς σπουδαίος καί σοβαρός άνθρωπος, µιά ολοκληρωµένη προσωπικότης, καί µόνον πού ονοµάζεται Γιάννης δίδει µερικές φορές τήν «εύκαιρίαν» σέ µερικούς όπαδούς τής Σχολής τού «χωρατόντας καί κολλόντας» νά του µειώσουν εν µέση Κοινωνία τό κύρος, τό γόητρο καί τήν αξιοπρέπειαν … «Γιάννης δέν είσαι κι” εσύ! … Σαρανταπέντε Γιάννηδες!!. .. » οχι νά ονοµάζεσαι, στήν Κάλυµνο, Ρόζα! . .’Άς µετατεθή αύριο στήν Κάλυµνο καµµιά όχι πειά δηµοδιδασκάλισσα, αλλά καί σοφή καθηγήτρια ονόµατι Ρόζα καί θά δήτε, τί θά τραβήξει καί άπερχοµένη εκ Καλύµνου ποίαν εντύπωσιν θά συναποκοµίση περί τού φιλοξένου µας πνεύµατος …

Θυµάµαι τά παιδικά µου χρόνια. Τί τραβούσαν (καί θά το δουν άσφαλώς καί σήµερα) µερικά Καλυµνόπαιδα, πού είχαν ονόµατα, διά τόν άλφα πανελλήνιον ή τόν βήτα τοπικόν λόγον ύποκείµενα εις τά πειρακτικά λογοπαίγνια καί τάς λοιδορίας τής «βρωµοπαρέας» ..

Θυµάµαι ένα Θωρή, γείτονα καί πρώτο µου εξάδελφο. Τό ευλογηµένο τό παιδί είχε ένα όνοµα πού τά χρόνια εκείνα (κάθε όνοµα εχει τούς χρόνους τής δόξης ή τής … αδοξίας του … ) τραβουσε σάν µαγνήτης τά σκώµµατα καί τούς όνειδισµούς τής παρέας, ζωηρός δέ καί άτιθασσος καί χειροδύναµος όπως ήτο, σπούσε στό ξύλο ολους τούς βεβηλώνοντας τήν ίερότητα τού όνόµατός του, ένα-ένα χωριστά ή καί δυό-δυό, πλήν – εννοείται – εµού, διά τόν φόδον τού «πάρβα» …

Είχε γίνει ο φόβος καί ο τρόµος τής παρέας τού Βλυχού. Κάποτε-κάποτε οµως προκαλούσε τήν ίεράν συµµαχίαν όλων τών καταδυναστευοµένων, οί οποίοι τόν έπιαναν στό «Πετρί» καί τόν προέπεµπαν εως στό σπίτι του, αλαλάζοντες: «Θωρία!. .. Καλιόρο Θωρήη!… Καφσόρο Θωρήηηηη και άλλα πολλά… προσάδοντα εις τό Καλυµνιακόν Θωηράτο τής έποχής”.

Τόν θυµάµαι τόν µακαρίτη … “Ήµουνα ένα δειλινό στό σπίτι τους, όταν ξάφνου µπαίνει µέσα εξουθενωµένος από τήν ώς ανωτέρω προποµπήν καί µέ ένα φρεσκότατο (από τό «πετρί» … ) «λούµπουνα» ατό «εν χρώ κεκαρµένον» κρανίον του «Μουρέ είντανε πάλι, Καφσιόρο .. (Καί ή µάνα του καί όλοι τους στό σπίτι τόν έλεγαν κι” αυτοί πότε Καφσιόρο, πότε Καλιόρο καί πότε κάτι άλλο χειρότερο … Τά βαφτιστικά ονόµατα τής παρέας έπεβάλλοντο – Ινναί…. είντανε!!!! όνομα που μου τώβρετε!!!! (Δ) ε με Βγάλλετε πσό καλά Πειρασµό, (ν)ά µέ φοβούνται κιόλα!!…»

Τό όνοµα οµως, πού τραβουσε τόν άλλοίµονό του καί πάθαινε τίς φοβερώτερες καζούρες, ήτο τό κατά τούς παλαιοτέρους µέν χρόνους Ιερόν καί σεβαστόν καί επιβλητικόν Βυζαντινόν ονοµα του Σκευοφύλακος, κατά τήν έποχήν µου όµως καί λίγο πρωτύτερα περιπεσόν είς έσχάτην … αδοξίαν, ώς δοθέν είς ενα-δυό κατόπιν παλαβούς βουκόλους , γνωστοτάτους Καλυµνιακούς «τύπους» καί λίαν χαρακτηριστικώς καί εκφραστικώς … υποβιβασθέν καί εκχυδαϊσθέν είς «Σιεφύλης» καί «Σιεφύλακας» .. Μάτην ο ούτω βαπτισθείς εγράφετο καί ύπεγράφετο «Σκευοφύλαξ»! … ΟΙ δικοί του, ο λαός όλος, τόν έλεγαν καί τόν φώναζαν «Σιεφύλη»  «Σιεφύλακα» !. .. Καί ήτο αδύνατο, συνεργούντος βέβαια τού γνωστού ψυχολογικού νόµου, νά µήν άναπλασθή καί ή παράστασις ένός τουλάχιστο «Σιεφύλακά» µας «Κακόµοιρε Σιεφύλακα .. Τί νά σού κάµη κανείς, άφού είσαι Σιεφύλακας .. » Πόσες φορές οί «παληάδες» κι” οί µανάδες µας, γιά νά ύπογραµµίσουν καµµιά µας παλαβοµάρα, µας έλεγαν «Σιεφύλακα» ! .

Μαρτύριο µεγάλο καί πραγµατικός Σταυρός ήτο νά φέρει κανείς τό όνοµα Σιεφύλακας.

Καί φαίνεται, δτι τόν Σταυρόν αυτόν, µέ τούς όνειδισµούς τών σταυρωτών, τόν έφεραν µέ χριστιανικήν εγκαρτέρησιν όλοι οι Σκευοφύλακές µας. Γι” αυτό καί ο πανοικτίρµων καί πολυεύσπλαχνος Θεός, πού είναι πρό πάντων, Θεός των όνειδιζοµένων καί καθ” ών εκτοξεύεται «παν πονηρόν ρήµα», γενόµενος άντιλήπτωρ αυτών, απήλλαξεν αυτού τού Σταυρού καί µετέβαλε τους όνειδισµούς καί τά πονηρά ρήµατα είς έπίγειον δόξαν καί εύφροσύνην, έπιπέµψας  αύτοίς τόν Σκεύον τόν Ζερβόν ..

Ό Μεγάλος καί ένδοξος αύτός Καλύµνιος καί ακαταδάµαστος , Αρχηγός τού Δωδεκανησιακού απελευθερωτικού Αγώνος, πρώην Σκευοφύλαξ όνοµαζόµενος, ήναγκάσθη κατά τάς ανά τά Ευρωπαϊκά πανεπιστήµια σπουδάς του νά κάµη τήν σύντµησιν τού «Σκευοφύλαξ» είς «Σκεύον».

Καί πρίν µέν νά δοξασθεί ο Σκεύος ο Ζερβός, κανένας Σκευοφύλαξ δέν έµιµείτο τόν Σκεύον τόν Ζερβόν στή σύντµησι τού όνόµατός του.

Όταν οµως ή φήµη τού Σκεύου τού Ζερβού υπερέβη τά ορια τής “Ελλάδος, όλοι οί Σκευοφύλακές µας, φιλοτιµούµενοι νά γίνουν οµώνυµοι µέ τόν ένδοξον καί τουλάχιστον Πανελλήνιον Σκεύον Ζερβόν, µετωνοµάσθησαν, ως διά µαγείας, άπαξάπαντες εις Σκεύους!. .. Καί πώς έσβυσαν άµέσως οί ονειδισµοί!… Καί πώς έλησµονήθησαν άµέσως τά πονηρά ρήµατα!. .. Λές καί άντανακλά στό πρόσωπό τους ή αίγλη τού «’Αρχηγού» των … Καί τό καταλαβαίνουν καί οί  ίδιοι!. .. Καί γι” αυτό άβρύνονται καί καλλύνοται !. ..