του Καρόλου Φλέγελ
Εις την προσοχήν των αρχαιολογούντων συνιστώμεν το επόμενον άρθρον του Γερμανού λογίου κ. Φλέγκελ περί της παρ’ αυτού γενομένης ανακαλύψεως του εν Καλύμνω προομηρικού φρουρίου.
Ο κ. Φλέγκελ τα περί τούτου ανεκοίνωσε και εις τας γερμανικάς εφημερίδας, αλλά πληρέστερα είνε η έκθεσις, την οποίαν ευηρεστήθη ν’ αποστείλη προ το Άστυ. Η Κάλυμνος εξέχει πολλών νήσων, ου μόνον διά την βιομηχανίαν και το παγκόσμιον εμπόριον των σπόγγων, ου μόνον διά την παιδείαν των κατοίκων, αναδείξασαν αξιόλογον σειρά ιεραρχών, επιστημόνων και καλλιτεχνών, ου μόνον διά την ποιότητα προϊόντων, εξ ω ήδη ο Στράβων εξαίρει το μέλι, εφάμιλλον εκείνου του Υμηττού, αλλά και διά τας αρχαιότητας αυτής.
Τας αρχαιότητας ταύτας ήρχισα να εκτιμώ ήδη προ δύο ετών, ότε την πρώτην φοράν επεσκέφθην εκ της γείτονος Λέρου επί ολίγας ημέρας την εν λόγω νήσον, εξετάσας τότε τα λείψανα του ναού του Απόλλωνος εν τη νυν εκκλησία του Χριστού της Ιερουσαλήμ, τα υπόλοιπα του κρηπιδώματος του ναού της Αρτέμιδος εν Ποθαία, τους εν τη θέσει Δάμω τάφους, τα πολυάριθμα ερείπια των εκκλησιών και οικιών της Βυζαντινής και Φραγκικής εποχής εν Ποθαία και εν Τελένδω, ιδίως δε εν τω Κάστρω της Χώρας και εν τω Πέρα Κάστρω.
Εκ των ολίγων περιηγητών της νήσου μόνος ο Άγγλος Newton προ τεσσαρακονταετίας σχεδόν ενήργησεν επιτυχείς ανασκαφάς εν Δάμω, ευρέθησαν δε υπό διαφόρων κατοίκων από καιρού εις καιρόν κειμήλια και επιγραφαί, ως έτι νεωστί υπό του κ. Νικολάου Γαλανού παρά τω εν Χώρα νεκροταφείον, όπου νυν οικοδομείται ναός των Ταξιαρχών, η εξής επιγραφή επί μαρμαρίνου πλακός, μη δημοσιευθείσα έτι, και αγγέλουσα, ότι η αρχαία Κάλυμνος είχε και θέατρον.
Εντελεστράτη Αρατίωνος, γυνή δε Αρατοκρίτου, ανέθηκε το θέατρον Απόλλωνι Δαμίω και τω Δάμω. Επιστρέψας εις την Κάλυμνον περί τα μέσα του μαΐου ετ. τρ., επεθύμυσα να επισκεφθώ και το έτι άγνωστον μοι μέρος της νήσου, προ πάντων το Βαθύ και το Εμποριό. Εκ των εις τας ερωτήσεις μου απαντήσεων απλού αλιέως, κατοικούντος μεν εν Εμπορώ, μεταβάντος δε εις την Χώραν προς πώλησιν των ιχθύων του, εσχημάτισα την πεποίθησιν, ότι το Καστρί λεγόμενον λείψανον της αρχαιότητος, όπερ μέχρι τούδε ουδείς των περιηγητών επισκέφθη, δέον να είνε πολύ παλαιάς εποχής, αξιώτατον λοιπόν επισκέψεως και ερεύνης.
Όθεν την 31ην Μαΐου μεταβάς εις την θέσιν Συκιά, επέρασα εν λέμβω τον στενόν πορθμόν της Τενέδου και την επιούσαν εκείθεν πάλιν εν λέμβω μετέβην εις το Εμποριό, κείμενον εν τω βορειοδυτικώ μέρει της Καλύμνου, εν τω διάπλω χαιρετίζων τας αναφανείσας προσφιλείς μοι νήσους Λέρον και Πάτμον. Το μακρυνόν όρος, όπερ εκπέμπει η βορεία πλευρά της Καλύμνου βορειοδυτικώς προς την Λέρον, υψούμενον εν ταις κορυφαίς του Αργανού και του Σικατίου μέχρις 650 μέτρων υπεράνω της θαλάσσης, συνίσταται ως και τα άλλα μέρη της νήσου, εξ ασβεστολίθου, σχηματίσαντος πολλά και μεγάλα σπήλαια, αι δε βροχαί εν τω γύρω των αιώνων επέχωσαν τους πρόποδας των ορέων διά χώματος γονιμωτάτου, σχηματίσασαι σειράν λόφων 250 μέτρων περίπου το ύψος, προσκεκολλημένων προς τα υψηλά όρη, διασκεδάσασαι δε συνάμα βράχους διαφόρων διαστάσεων εις την επιφάνειαν των λόφων. Εις τα έτη της σποράς η κριθή ευδοκιμεί εδώ εκτάκτως, εις τα έτη δε της βοσκής βόσκουνται πρόβατα και αίγες, αι δε μέλισσαι συλλέγουσιν εκ του θυμαρίου και άλλων ορεινών βοτάνων το περίφημον μέλι, εμφωλεύουσι δε πολυάριθμοι πέρδικες και γλαύκες.
Πλην των λόφων τούτων η ορεινή σειρά εκπέμπει εν μικροίς διαστήμασι διακλαδώσεις προς την θάλασσαν, εν αις το ακρωτήριον Κεφάλα, ανατολικώς του οποίου ευρίσκεται η μικρά πεδιάς του Εμποριού μετά 20 περίπου απλών οικίσκων αντίκρυ του νησιδίου Καλαυρού. Εκεί οπού η κρημνώδης ορεινή σειρά σχηματίζει υπεράνω του Εμποριού πυραμίδα, εκπέμπουσαν προς ανατολάς και δυσμάς ανά μίαν πτέρυγα ομοίου ύψους και μήκους κρύπτεται εν τη πτυχή μεταξύ της πυραμίδος και της ανατολικής πτέρυγος εν υψεί 220 ποδών περίπου υπεράνων της θαλάσσης ολόκληρον φρούριον προομηρικής εποχής, δυσκόλως διακρινόμενον εκ της παραλίας, το λεγόμενον Καστρί . Συνοδευόμενος υπό του καλοκάγαθου κατοίκου του Εμποριού Ιωάννου Λάμπρου αναβαίνω τον λόφον.
Πλησιάζομεν το φρούριον πλαγίως εκ δυσμών παρά δύο σπήλαια, εξ ων το έτερον, μάλλον πρόσιτον, χρησίμευε εις τους ποιμένας ως τυροκομείον, εισερχόμεθα διά πύλης 1,5 μέτρων το πλάτος, πλαγίως κειμένης προς το φρούριον και αγούσης εις αυλώνα κατά τι πλατύτερον, μετά θύρας διά τον θυρωρόν, όλα λελαξευμένα εκ του φυσικού βράχου υψουμένου υπεράνω του ουδού της πύλης έτι 10 μέτρα και φέροντα τετράγωνον πύργον εκ κυκλωπείων τείχων συνισταμένον. Εκ του πυλώνος καταβαίνει τις εις πρώτον εις διαμέρισμα βαθύτερον 100 περίπου τετραγωνικών μέτρων, πεφραγμένον έσωθεν μεν, όπως και σύνολον το φρούριον, υπό γιγαντιαίων κρημνών, έξωθεν δε υπό κυκλωπείου τείχους 176 μέτρων περίπου το μήκος.
Εν τω δυτικώ δε μέρει του διαμερίσματος τούτου ο κρημνός έτι υπερλαξεύθη προς τα κάτω, δεικνύων δύο τετραγώνους οπάς προς υποδοχήν ξυλίνων δοκών εν ύψει 2 μέτρων υπεράνω του εδάφους, ανατολικώς δε ευρίσκεται μέγα και υψιλότατον σπήλαιον ικανόν να δέχηται τα ποίμνια Πολυφήμου τινός. Εκ πυλώνος ήγον πότε κλίμακες λελαξευμέναι εν τω βράχω προς τα κάτω, ώσπερ και προς το άνω διαμέρισμα του φρουρίου, καταστραφείσαι νυν ολοτελώς υπό των δυνάμεων της φύσεως εκτός ογκώδους βράχου μετά 5 βαθμίδων, όστις ανετράπη υπό παρακειμένου όγκου, αποσπασθέντος από υψηλού κρημνού διά της ορμής των χειμερινών βροχών. Δέον να αναρριχάται τις νυν διά λαβυρίνθου βράχων και θαλερών θάμνων διασπών τα δίκτυα μεγάλων αραχνών, διά να αναβαίνη εις το άνω και κύριον διαμέρισμα του φρουρίου, έχον 35 μέτρων περίπου μήκος και 17 μέτρων πλάτος.
Το σχεδόν επίπεδον διαμέρισμα τούτο προς ανατολάς έχει δεξαμενήν πιθοειδή μετά τετραγώνου οπής, άλλο μικρότερον τετραγώνου οπής, άλλο μικρότερον τετράγωνον υπόγειον και ελαιοτριβείον εκ μονολίθου ανοικτού ροδινού χρώματος και ωραιοτάτου σχήματος, δηλαδή δύο γύρους, ων η διάμετρος έχει 0,5 μέτρου, εν ω το πλάτος και το βάθος των γύρων έχει 0,05 μέτρου, συνέρχονται δε οι γύροι εις στόμιον κατά τι βαθύτερον και πλατύτερον, υπό το οποίον ετοποθετείτο το διά το έλαιον αγγείον. Εντεύθεν δε προς δυσμάς φαίνονται και θεμέλια οικιών και αποθηκών. Εν ω το κάτω διαμέρισμα κείται ανατολικώς του πύργου, το άνω παρεκτείνεται διά του ενός τρίτου ανατολικώς, διά δε των δύο τρίτων δυτικώς του αυτού πύργου, όστις ούτω δεσπόζει όλου του φρουρίου.
Και το άνω διαμέρισμα έσωθεν, δηλαδή βορείως, φύσει πέφρακται υπό των κολοσσαίων κρημνών, έξωθεν δε, δηλαδή προς νότον, υπό κυκλωπείου τείχους, σχηματιζόντος νοτιοδυτικώς γωνίαν, προς ανατολάς δε απολήγοντος εις τον βράχον, τον φέροντα τον πύργον. Ολίγαι δε βαθμίδες εν τω βράχω άγουσιν εκ του άνω διαμερίσματος εις τον τετράγωνον πύργον, ου τίνος πλήρει μετρεί 6 μέτρα , σώζεται δε το ύψος μόνον μέχρι 3 ή 4 μέτρων, του λοιπού υπό δυνάμεων της φύσεως καταρριφθέντος εις την άβυσσον, δ’ ου κατεστράφη και η οροφή του κάτωθι του πύργου κειμένου πυλώνος μετά της πύλης. Ο δε πύργος ωκοδομήθει τόσον ισχυρώς, αι πέτραι, εξ ων συνίστανται τα τείχη αυτού, είνε τόσον ογκώδεις, ώστε το κάτω μέρος όλων των τεσσάρων πλευρών σώζεται και δη και η θύρα έχουσα ενός μέτρου πλάτος.
Εκ του πύργου απέλκουν εγώ λαμπράς απόψεως εις τον κόλπο του Εμποριού μετά των νήσων Καλαυρού και Τελένδου , ώσπερ και εις τα όρη της Καλαυρού μετά του κωνοειδούς ακρωτηρίου του Καστελλίου, φέροντος τα ερείπια βυζαντινού φρουρίου, και του ακρωτηρίου Κεφάλα, υπεράνων του οποίου μαρμαίρει το ανοικτόν Ικάριον πέλαγος μετά των νήσων Λεβίνθου Κυνάρου και Αμοργού. Μαγευτική εικών, αλλά τι μόνωσις, τι ερημία ! Αντί των ηγεμόνων, των εκστρατευσάντων κατά Καρών και Τρώων, αράχναι και μέλισσαι και σαύραι ! αναβάς δε και την επομένην ημέραν, 2 Ιουνίου, εις το φρούριον, απέλαυσα και πάλιν των εξαισιωτάτων εξ αυτού εντυπώσεων.
Τις δε έκτισε, τις κατώκει τα ανάκτορα ταύτα; Πολύ πιθανόν οι Κάρες οι κτίσαντες και εν τη αντίκρυ στερεά παρόμοια, μείον δε καλώς διατηρηθέντα, οι δε Έλληνες κατακτηταί της προομηρικής επόχης διαδέχθησαν τους Κάρας ως και τους Τρώας και άλλους. Επί του Τρωϊκού πολέμου η Κάλυμνος ήτο ήδη ελληνική, κατοικουμένη υπό Δωριέων, έστειλε δε υπό την Τροίαν κατά τηνν μαρτυρίαν του ομήρου ( Ιλιάδος, Β’ 676 – 679) μετά των γειτόνων νήσων Λέρου, Κω, Νισύρου, Καρπάθου και Κάσου 30 ναύς υπό την οδηγίαν των Ηρακλειδών Φειδιππίδου και Αντίφου. Ελληνικαί ήσαν τότε επίσης η Ρόδος και η Σύμη, η δε αντίκρυ στερεά κατείχετο έτι αρκετόν καιρόν υπό των ιθαγενών.
Μετ’ ενδιαφέροντος επίσης μεγάλου παρετήρησα μετ’ ου πολύ, την 12 και 13 ιουνίου, τας εν τη κοιλάδι του Βαθέος πολλάς και αξιολόγους αρχαιότητας, οία εν τη θέσει της Καστέλλας τα λείψανα παλαιοτάτων τείχων ακροπόλεως αρχαϊκωτέρας του εν Εποριώ φρουρίου, παρά δε το εκκλησίδιον του Ταξιάρχου Μιχαήλ κρηπίδωμα ευρύτατον καλλίστης εργασίας έχον σχήμα, ημικυκλίου 60 μέτρων, ανήκον δε εις αρχαίον ναόν, εκ του υλικού του οποίου ωκοδομήτο χριστιανική εκκλησία, τρισυπόστατος ερειπωθείσα και αυτή, παρά δε τον Ρήγα λεγόμενον όρμον ερείπια πολλά μεγάλης πόλεως βυζαντινής εποχής, οικοδομηθείσης επί λειψάνων παλαιοτέρων, διό και η θέσις ονομάζεται μέχρι της σήμερον ‘Ελληνικά». Μόνα δε τα Τεμένια εν τω άνω μέρει της μεγαλοπρεπούς κοιλάδος του Βαθέος δεν επρόφθασα να επισκεφθώ. Τας παρά τον Ταξιάρχην και τον όρμον του Ρήγα αρχαιότητας είδον και περιέγραψαν συντόμως ο Γερμανός Ρόσσιος και ο Άγγλος Newton.