Φέντης και όσι πατέρας

Φέντης και όσι πατέρας

του Νικόλα Σταύρου Τάλια (ανιψίος του Γ. Πίκου)
1958 | ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ

Όξω μεξελλιά, νά, νά φςςςςςς. Η μαύρη, εσύ ψαρή ε!! φςςςςς !

Ο Αντώνης ο Πίκος, μουσαφίρης ακόμα, μόλις γύρισε από την Αμερική, πούλειπε κάμποσα χρόνια, νοστάλγησε την <<παληά του τέχνη>>, που ήταν βοσκός, φόρεσε τα ποήματά του, πήρε το αγγινάρι του και πήρε τ” <<ανεβόλεμα>> για την <<Κουκχούλα>> της <<Κυρά-Ψηλής>> να <<ξελακχώση>> τις πραάτες και τις κατσίκες, και να δώσει ένα χέρι στον γέρο πατέρα του τον Γιώργη τον Πίκο.

Ο Γέρο-Πίκος, που νέσυρνε νερό από του <<ήλιου το πηάϊ>> για να γεμίσει τις βούτθες και να ποτίσει τα ρίφσα και τις πραάτες, σφύριξε συνθηματικά στο γυιό του να <<κοπαγκιάση>> τα ζά και να τα φέρη να τα ποτίσουσι.

-Ω βρε Ντώνη !
-Ίντα νε που θέλεις πατέρα !

<<Πατέρα>>;  Όχι δεν τον γελούσαν τ” αυτιά του. Ο γιός του ο Αντώνης τον φώναξε <<πατέρα>> ! Αυτά έχει η ξενητιά. Μπαστάρδεψε η γλώσσα του. Τον ξαναφωνάζει, για να βεβαιωθεί καλύτερα για το κατρακύλισμα του ξενητεμένου.

-Βρέ Ντώνη !
-Ϊντανε πατέρα !
-Να πάρω πάνω, τζόολε, να σου σπάσω τα νεφρά σου με το αγγινάρι. Κατάσταση ο Αμεριγκάνος!
-Ε! Βρε Ντώνη! ξαναφωνάζει ο γέρο-Γιώργης.
-Ίντα νε που θέλεις, αφέντη !

Ο Γέρος στο άκουσμα αυτό μέρωσε και συγκινήθηκε. Ξαναγνώριζε τον πρώτο Αντώνη. Η φωνή του γέρου έσταζε μέλι:

-Έλα το παιϊ μου, έλα που ν” αγιάση η γλώσσα σου!

Ύστερα έγινε και η σχετική νουθεσία: <<Νάτσα πολοούνται-έτσι απαντούνε-Φέντη κι” όσι πατέρα. Πατέρας είναι ο Θεός κι” αφέντης φτός που σ” έσπειρε.